12 Χρόνια Σκλάβος

Εμφανίζονται κατά καιρούς ταινίες, τις οποίες κοινό και κριτική σπεύδουν να αντιμετωπίσουν λιγότερο ως κινηματογραφικό συμβάν και περισσότερο ως πολιτιστικό φαινόμενο. Μια τέτοια ταινία είναι φέτος το «12 Χρόνια Σκλάβος», που έχει ήδη βραβευτεί από όλες σχεδόν τις ενώσεις κριτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποτελεί το αδιάσειστο φαβορί για τα επερχόμενα Οσκαρ. Κατά πόσο, όμως, αξίζει τον τόσο θόρυβο που έχει δημιουργήσει;

Elle 07 Οκτ. 13
12 Χρόνια Σκλάβος

Κολακεύονται οι Αμερικανοί θεατές κάθε φορά που το σινεμά αντιμετωπίζει ευθέως και χωρίς αναστολές κάποια από τις λιγότερο αξιοπρεπείς σελίδες της σχετικά σύντομης πορείας τους ως κράτος. Ίσως αισθάνονται ότι, βλέποντας μια ταινία ή διαβάζοντας ένα βιβλίο που να σκαλίζει αμαρτήματα του παρελθόντος τους, αυτομάτως εξορκίζουν από επάνω τους την ενοχή και νιώθουν ότι συνεισφέρουν στην Ιστορία.

Οι περισσότεροι κριτικοί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού καμώνονται αυτό τον καιρό ότι το νέο δημιούργημα του Στιβ Μακ Κουίν δεν προσφέρεται απλώς ως μια απλή κινηματογραφική πρόταση αλλά ως γνήσιο κοινωνικό και εκπαιδευτικό δρώμενο, το είδος του φιλμ που καθένας οφείλει υποχρεωμένος να δει, είτε γιατί μπορεί να τον κάνει καλύτερο θεατή, είτε επειδή ενδέχεται να τον μετατρέψει σε καλύτερο άνθρωπο.

Η Αμερική στολίζει την ταινία με υπερθετικούς χαρακτηρισμούς και πολύ σύντομα θα την τιμήσει και με κάμποσα χρυσά αγαλματίδια, στην επερχόμενη τελετή των Όσκαρ. Με τον υπερβάλλοντα ζήλο που δείχνει, νιώθει πιθανόν ότι εξιλεώνεται έτσι για τις παλιές της ατασθαλίες και προσφέρει ετεροχρονισμένη μεταμέλεια, γνώση και συμμόρφωση.

Μακάρι μια παρακολούθηση ταινίας να αρκούσε, ωστόσο, για να σβήσει ένα οδυνηρό συλλογικό βίωμα, όπως υπήρξε η τραγωδία της δουλειάς και η γενοκτονία που αυτή επέφερε όχι μόνο στις προεμφυλιακές Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε άλλες γωνιές του πλανήτη.

Ο βρετανικής καταγωγής σκηνοθέτης στηρίχτηκε, πάντως, για τη διήγησή του επάνω στην αληθινή περίπτωση του Σόλομον Νόρθαπ, ενός έγχρωμου και καλλιεργημένου πολίτη της Νέας Υόρκης, ο οποίος ζούσε ελεύθερος με την οικογένειά του μέχρι που, το 1841, απήχθη από λευκούς δουλεμπόρους και πουλήθηκε σε δύο διαδοχικά αφεντικά, ζώντας την σκλαβιά και την κακομεταχείριση από πρώτο χέρι και σε ένα διάστημα αρκετών ετών.

Τις δοκιμασίες και τις λεπτομέρειες αυτής της δωδεκαετούς ομηρείας, ο Νόρθαπ τις χώρεσε σε ένα αυτοβιογραφικό χρονικό που κυκλοφόρησε το 1853, προξένησε δικαιολογημένα μεγάλη αίσθηση στην εποχή του και φέτος δάνεισε τον τίτλο του στο φιλμ.

Το κινηματογραφικό «12 Χρόνια Σκλάβος» είναι εκ πρώτης όψεως ακριβώς όσα προδίδει το όνομά του: η καταγραφή μιας κατάστασης πλήρους στέρησης της ελευθερίας και των βασικότερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνάμα ο αγώνας ενός άντρα για επιβίωση στο μέσο συνθηκών που αψηφούν κάθε λογική και κάθε ευαισθησία.

Καλλιτέχνης (και πετυχημένος εικαστικός) με δεδομένη αποστασιοποίηση σε όσα απεικονίζει ως τώρα στις ταινίες του, ο Μακ Κουίν επιλέγει να αφηγηθεί όλα τα παραπάνω χωρίς διαθέσεις εντυπωσιασμού, υιοθετώντας, αντιθέτως, μια ψυχραιμία και έναν δίχως επιτήδευση ρεαλισμό, ο οποίος προσπαθεί να μην προσελκύσει τα βλέμματα προς το μέρος του.

Όπως συνέβη και στις προηγούμενες δύο απόπειρές του πίσω από την κάμερα, έτσι κι εδώ, τον 44χρονο σκηνοθέτη απασχολεί εν μέρει το πώς θα προσαρμόσει το προσφιλές μοτίβο του παγιδευμένου ανθρώπινου σώματος σε άλλη μια από τις ιστορίες του.

Στο «Hunger» (2008) η φυλακή ήταν σαφώς υπαρκτή, συγκεντρωμένη σε τέσσερις ασφυκτικούς τοίχους, και οδηγούσε εν τέλει στην ολοκληρωτική φυσική εξόντωση. Στο «Shame» (2011), η φυλακή ήταν νοητή, αν και εξίσου ανελέητη, καθώς ένας άντρας γινόταν έρμαιο των σεξουαλικών εθισμών του και της απεγνωσμένης ανάγκης του κορμιού του για ασταμάτητη ηδονή.

Στο «12 Χρόνια Σκλάβος», δεν είναι μόνο η στέρηση της ανεξαρτησίας και η άνευ όρων υποδούλωση που καταδικάζουν τον ήρωα σε ένα αόρατο κελί από το οποίο δε μπορεί να ξεφύγει. Είναι και η οικειοθελής παράδοση του ιδίου σε ένα απαξιωτικό ρόλο, τον οποίο αποφασίζει να υπηρετήσει πειθήνια, μέχρι το τέλος της δοκιμασίας του, αν θέλει να επιβιώσει.

Ο Σόλομον αλλάζει όνομα, απαρνιέται το έντιμο παρελθόν του, τη στιβαρή μόρφωση και την καλή ανατροφή που είχε, και γίνεται ένας σχεδόν ανώνυμος είλωτας, φιμώνοντας εντελώς τη φωνή του και περιορίζοντας τον εαυτό του στο ρόλο του υπάκουου εργάτη, του σιωπηλού παρατηρητή και του αμέτοχου μάρτυρα σε όλες τις βαναυσότητες που βλέπει να εκτυλίσσονται γύρω του.

Ο Μακ Κουίν χρησιμοποεί τον ήρωά του ως ένα όχημα για να μεταφέρει στους θεατές του κάτι από την τραυματική διαδικασία και την ψυχοπαθολογία της δουλοσύνης: τα πολλαπλά παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα σε αφέντες και υποτελείς, το μέγεθος της μαζικής αποκτήνωσης, το πλήθος τερατουργιών που συντελέστηκαν στο όνομα του νόμου και της λευκής υπεροχής, τη θεσμοθετημένη σχεδόν παραδοχή ενός μέγιστου κακού ως καθημερινότητα και συνήθεια.

Γύρω από τον καρτερικό πρωταγωνιστή του (ο οποίος ευτύχησε στην εσωτερική και πολύ εκφραστική ερμηνεία του Τσιουετέλ Ετζιοφόρ), ο σκηνοθέτης στήνει ένα ολόκληρο θέατρο της βίας, του παραλόγου και της πλήρους ηθικής κατάπτωσης, τόσο ανάμεσα στους θύτες όσο και μεταξύ των θυμάτων, όπου όλοι γίνονται συνένοχοι σε έναν ατέλειωτο και βάρβαρο μηχανισμό καταστολής, και όλοι συμπεριφέρονται και λειτουργούν εν γνώσει του.

Όσο χρήσιμη αφηγηματικά είναι, παρ’ όλα αυτά, στον σκηνοθέτη η παθητική και σχεδόν απονεκρωμένη στάση του ήρωα, άλλο τόσο φαίνεται να του χρησιμεύει και στυλιστικά. Μπορεί το δράμα που εξιστορεί το φιλμ να σφύζει από πάθος κι από ωμό συναίσθημα, ο Μακ Κουίν δεν αφήνει, παρ’ όλα αυτά, πολλά να αγγίξουν το κοινό του.

Το δαιμόνιο του εικαστικού καλλιτέχνη τρυπώνει στις κινηματογραφικές εικόνες και του υποδεικνύει να μετατρέψει τα πάντα σε ιδανικά εκθέματα, την αλληλουχία των πλάνων σε μια γκαλερί (ανείπωτων συχνά) φρικαλεοτήτων και τους ήρωες σε δοχεία ιδεών, τα οποία ελάχιστα θα μας αφήσουν να ρίξουμε ματιές στο βαθύτερο περιεχόμενό τους.

Μπορεί, ασφαλώς, να επιβραβεύσει κανείς μια τέτοια ταινία για την εγκράτεια, την διαυγή ματιά της ή τις πάμπολλες αρετές της. Η ουσία παραμένει, εντούτοις, ότι η τέχνη του Στιβ Μακ Κουίν είναι αντισηπτική. Θέτει τις αισθητικές της αρχές σε πρώτη μοίρα, κρατά το πάθος σε απόσταση και ξοδεύει δυνάμεις για να δώσει όσο το δυνατόν ομορφότερο και πιο εύγλωτο σχήμα σε ένα χρήσιμο μεν, αλλά όχι ακριβώς πρωτόγνωρο μάθημα ιστορίας. Τα καταφέρνει, φυσικά. Όμως το κατά πόσο ένα τέτοιο επίτευγμα αποτελεί σπουδαίο σινεμά, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT