Όταν πριν από τέσσερα περίπου χρόνια ο Άντριου Χέιγκ έπαιρνε αποφασιστικά θέση πίσω από την κάμερα και από μακροχρόνιος βοηθός στο μοντάζ ταινιών όπως ο «Μονομάχος» και το «Μαύρο Γεράκι: H Κατάρριψη» γινόταν σκηνοθέτης και σεναριογράφος, το αποτέλεσμα ήταν να μας χαρίσει μια από τις ωραιότερες ρομαντικές ιστορίες του μοντέρνου σινεμά.
Το «Weekend» μιλούσε για τον πρόσκαιρο έρωτα ανάμεσα σε δυο νεαρούς άντρες που γνωρίζουν ότι θα πρέπει σύντομα να αποχωριστούν. Μιλούσε, ωστόσο, με έναν τρόπο προσγειωμένο, ρεαλιστικό και κατανοητό σε θεατές ανεξαιρέτως σεξουαλικού προσανατολισμού και προτιμήσεων.
Με την ειλικρίνεια και την απλότητά της, αλλά και με την αγάπη με την οποία προσέγγιζε τους δυο κεντρικούς της ήρωες, η ταινία δεν είναι παράλογο που ξέφυγε σχεδόν εξαρχής από τα ασφυκτικά όρια μιας ξεκάθαρα γκέι δημιουργίας και απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα: όλοι μπορούσαν να ταυτιστούν με το ειδύλλιο ανάμεσα στον Ράσελ και τον Γκλεν.
Μετά την παγκόσμια καταξίωση που γνώρισε με το (δυστυχώς απρόβλητο στην Ελλάδα) «Weekend», κι ενώ μεσολάβησε η πολυσυζητημένη (όσο και βραχύβια) τηλεοπτική του σειρά με τίτλο «Looking», ο βρετανικής καταγωγής Χέιγκ επιστρέφει φέτος στο σινεμά για να διασκευάσει ένα σύντομο διήγημα του Ντέιβιντ Κόνσταντιν ονόματι «In Another Country» και να αφηγηθεί με τον δικό του τρόπο τα διλήμματα και τις δοκιμασίες ενός ακόμη ζευγαριού.
Λίγο πριν εγκαταλείψουν τα εξήντα τους, και μερικές μέρες προτού γιορτάσουν την 45η επέτειο του γάμου τους πλάι σε φίλους και αγαπημένα τους πρόσωπα, η Κέιτ και ο Τζεφ έρχονται αντιμέτωποι με μια θλιβερή είδηση: το νεκρό σώμα της πρώτης αγαπημένης του Τζεφ ανακαλύπτεται κάτω από τους λιωμένους πάγους των Σουηδικών Άλπεων, έπειτα από δεκαετίες ολόκληρες που παρέμενε εκεί θαμμένο. Το γεγονός δημιουργεί υπόγειες σεισμικές δονήσεις στη σχέση των δυο μακροχρόνιων συντρόφων, σπρώχνοντας μέρα με τη μέρα την Κέιτ σε μια τροχιά αμφιβολιών και εσωτερικών κλυδωνισμών σχετικά με τα θεμέλια της ίδιας της συνύπαρξής τους και της εμπιστοσύνης που για τόσο καιρό υποτίθεται ότι συντηρούσαν με τον σύζυγό της.
Αν η προηγούμενη ταινία του Άντριου Χέιγκ μιλούσε για ένα νεαρό ζευγάρι που μόλις γνωρίζεται και το οποίο δεν είναι σίγουρο αν θα καρποφορήσει μελλοντικά σε κάτι περισσότερο ή σε κάτι βαθύτερο, τα «45 Χρόνια» βρίσκονται ακριβώς στο άλλο άκρο: μιλούν για δυο ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας που τους ενώνει ένας γάμος και ένας πολυετής κοινός βίος στον οποίο μοιάζει να έχουν δοκιμαστεί και οι δύο με επιτυχία.
Παρά τις φαινομενικές διαφορές τους, ωστόσο, και οι δυο ταινίες εξερευνούν την ίδια προβληματική πάνω στην μυστήρια φύση της οικειότητας και τις ρευστές συνθήκες που ορίζουν το πώς δυο άτομα αξίζει να δοκιμάσουν από κοινού τις ζωές τους ή να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους για πάντα. Εκεί που τα «45 Χρόνια» αποκτούν μια επιπλέον μελαγχολική νότα, εντούτοις, είναι στον τρόπο που αποδέχονται την έλευση του χρόνου ως μοναδικό αναπόφευκτο και ρυθμιστή των ανθρωπίνων ζωών, το παρελθόν ως ένα επίμονο φάντασμα, καμωμένο να κάνει διαρκώς αισθητή την ύπαρξή του, και την υποψία ότι η δεδομένη καθημερινότητα και οι προσωπικοί κώδικες που έχουν εγκαθιδρύσει μεταξύ τους δυο άνθρωποι δεν αποτελούν εγγύηση για τη μακρόβια και αδιαπραγμάτευτα ευτυχή συνύπαρξή τους.
Με τον ίδιο ψύχραιμα παρατηρητικό και γεμάτο αμεσότητα τρόπο που μας σύστησε στο «Weekend», ο Χέιγκ πλαισιώνει κι εδώ την εύθραυστη συναισθηματικά περίπτωση των ηρώων του, προσπερνώντας τα πολλά λόγια και τις πομπώδεις χειρονομίες προκειμένου να εστιάσει σε δυο βασικούς χαρακτήρες οι οποίοι φαντάζουν ευκόλως αναγνωρίσιμοι, παρ’ όλα αυτά κρύβουν μέσα τους διαστάσεις που δεν γίνονται άμεσα ορατές διά γυμνού οφθαλμού. Όπως οι μετρημένες κινήσεις και τα πλημμυρισμένα από εμπειρία βλέμματα που απευθύνει η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, έτσι και ολόκληρη η ταινία γνωρίζει πολύ καλά ότι η ουσία βρίσκεται κρυμμένη κάτω από τις επιφάνειες των πραγμάτων και πίσω από τις σιωπές.
Με φοβερή κατανόηση και συμπόνια για τους ήρωές του, ο Άντριου Χέιγκ γίνεται κι εδώ υπηρέτης ενός γνήσια ανθρώπινου σινεμά, το οποίο παραμένει σεμνό, δεν φυλά σαφείς απαντήσεις για τα όσα ερωτήματα ανακινεί και φροντίζει να αφήσει άφθονο χώρο στον θεατή προκειμένου να ζυγίσει τα όσα βλέπει με βάση τις δικές του ανησυχίες.
Χάρη σε όλα τα παραπάνω, και στην πολύτιμη παρουσία των δυο βετεράνων πρωταγωνιστών τους (οι οποίοι βραβεύτηκαν δικαίως στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου), τα «45 Χρόνια» απλώνονται ήσυχα στην οθόνη ως μια ευαίσθητη και σπάνια περίπτωση ταινίας στην οποία αξίζει κανείς να αφεθεί, αναγνωρίζοντας πίσω από τις διηγήσεις της ένα κομμάτι από την αληθινή ζωή.