Το «Αμπρακατάμπρα» ξεκινά ως μια σαματατζίδικη κωμωδία παρεξηγήσεων. Ένας άνδρας που ενδιαφέρεται μόνο για τη Ρεάλ Μαδρίτης και την εικόνα του αφέντη της οικογένειας, ενώ δεν έχει χρόνο ούτε καν να κοιτάξει τη σύζυγό του, πηγαίνει με το ζόρι σε έναν γάμο όπου η εμμονή του με το ποδόσφαιρο τον κάνει ρεζίλι ενώ το επεισόδιο μας συστήνει εύκολα τη σχέση του ζευγαριού. Πολύ σύντομα, η μαγεία αναλαμβάνει δράση και στο σώμα του άνδρα μπαίνει το πνεύμα ενός άλλου που τον κάνει πολύ πιο γλυκό στην καθημερινότητα, όμως η σύγκρουση των 2 χαρακτήρων μοιάζει να του καταστρέφει τη ζωή.
Το υλικό φέρνει ξεκάθαρα σε κωμωδία της σειράς, όμως η εξέλιξη της ιστορίας προσθέτει το δράμα και το μυστήριο δημιουργώντας έναν χαρακτήρα, της συζύγου, που με τις αλμοδοβαρικές καταβολές του αναπτύσσεται, και ένα φιλμ που μπορεί να μην είναι ολοκληρωμένο αν το εντάξεις σε κάποιο από τα υποείδη του, όμως δίνει στον σκηνοθέτη του την ευκαιρία να συμπεριλάβει έναν αριθμό από οπτικές και αφηγηματικές εμπνεύσεις που μόνες τους κρατούν το ενδιαφέρον. Ένας παράδοξος φόρος τιμης στην ΙΚΕΑ που θα έκανε το «Fight Club» περήφανο, μια αναφορά στο «Saturday Night Fever», μια ολόκληρη σεκάνς που κοροϊδεύει την υπερβολη των ταινιών τρόμου και ένα μάλλον γενναίο, ονειρικό, φινάλε, αφήνουν κάτι περισσότερο από γλυκιά αίσθηση σε μια ταινία που δεν έδειχνε ως τότε να έχει τα φόντα για κάτι τέτοιο.
Άνισο στην μεγαλύτερη διάρκειά του, αλλά εντελώς αξιοπερίεργο στην εκτέλεση, παρά στη σύλληψή του, το «Αμπρακατάμπρα» δε προτείνεται ακριβώς ως «κωμωδία του καλοκαιριού», όπως παλεύουν να κάνουν πολλές αντίστοιχες αυτή την εποχή, αλλά ως ένα παράδοξο και ανοικονόμητο σύνολο ιδεών ενός δημιουργικού μυαλού, που δεν ασχολείται συχνά με την σκηνοθεσία (ο Μπέργκερ έχει μόλις 3 ταινίες σε 15 χρόνια) αλλά να φροντίζει να παραδίδει αξιοπρόσεκτα έργα.