Αγαπώντας, Πίνοντας και Τραγουδώντας

Η τελευταία ταινία του μέγιστου Γάλλου σκηνοθέτη, την οποία ο Ρενέ γύρισε ενώ βρισκόταν αισίως στα 91 του χρόνια και λίγο πριν αποχαιρετήσει οριστικά τη ζωή, τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο του πρόσφατου Φεστιβάλ Βερολίνου. Παρά την χαριτωμένη της διάθεση, όμως, στέκει ως ένα μάλλον ασθενικό τελικό κεφάλαιο σε μια σπουδαία καριέρα.

Elle 09 Δεκ. 14
Αγαπώντας, Πίνοντας και Τραγουδώντας

Τρίτη κινηματογραφική μεταφορά έργου του βρετανικής καταγωγής Άλαν Έικμπορν (μετά το δίπτυχο ταινιών του «Smoking/No Smoking» και το «Coeurs»), ενός θεατρικού συγγραφέα τον οποίο ο Αλέν Ρενέ ανακάλυψε σε προχωρημένη ηλικία και έκτοτε παρακολουθούσε στενά, ο τελευταίος σταθμός στην έξοχη φιλμογραφία του σκηνοθέτη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα χαριτωμένο μπουλβάρ το οποίο περιστρέφεται γύρω από έξι άτομα.

Τρία ζευγάρια αντιδρούν ποικιλοτρόπως στην είδηση ότι ένας αγαπημένος κοινός τους φίλος πάσχει από ανίατη ασθένεια και καθώς η γυναίκα καθενός ζεύγους ξεκινά τον δικό της αγώνα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια και την ερωτική επιθυμία του σύντομα εκλιπόντα, μια σειρά από απωθημένα και κρυφές επιθυμίες αναδύονται στην επιφάνεια.

Με τον βασικό ήρωα της ιστορίας να παραμένει απών, αλλά να κινεί διαρκώς τα νήματα της πλοκής, ο Ρενέ συλλαμβάνει την υπερκινητική αυτή φάρσα σαν μια κωμωδία συμπεριφορών πάνω στην ιδέα του χρόνου που περνά, του αναπόφευκτου γήρατος, του θανάτου που δε μπορεί παρά να ρίχνει διαρκώς τη σκιά του επάνω στις ζωές και στα σχέδια των ανθρώπων, αλλά και των ρομαντικών ψευδαισθήσεων με τις οποίες διαλέγει καθένας να πορευτεί, κατά τη σύντομη παραμονή του σε αυτό τον κόσμο.

Υιοθετώντας την στιλιστική επιλογή των προηγούμενων ταινιών του, ο Ρενέ φιλμάρει ολόκληρη την ταινία με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθούμε ένα κινηματογραφημένο θέατρο, οριοθετημένο χωροταξικά στις ασφυκτικές διαστάσεις ενός ντεκόρ πλην όμως ανοιχτό σε παρεμβάσεις και δημιουργικές αυθαιρεσίες.

Πίσω από το ψεύτικο σκηνικό με τα ζωγραφισμένα σπίτια, τον ρυθμιζόμενο φωτισμό ή τις κουρτίνες που αντικαθιστούν τοίχους και χρησιμεύουν ως πόρτες, ο σκηνοθέτης αναπαράγει την άποψή του ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι ένα καλοσχεδιασμένο τέχνασμα όσο και μια διαρκής παράσταση, συνεπώς το μόνο που μας απομένει είναι να τον αντιμετωπίσουμε ως ένα παιχνίδι και να τον προσεγγίζουμε διαρκώς με διάθεση αμφιβολίας και ανατροπής.

Όσο παιχνιδιάρικο κι αν μοιάζει στα χαρτιά ένα τέτοιο εύρημα, ωστόσο, άλλο τόσο περιοριστικό αποδεικνύεται στην πράξη. Ο Ρενέ εξασκεί μια τακτική αποστασιοποίησης του κοινού από τη δράση, η οποία δεν λειτουργεί ευεργετικά ούτε συναισθηματικά υπέρ της πλοκής και ο θεατής απομένει να παρακολουθεί ένα φιλμ που μοιάζει ενίοτε με πρόβα παρά με πλήρως διατυπωμένη κινηματογραφική πρόταση.

Αν και με αδιαφιλονίκητες αρετές, το «Αγαπώντας, Πίνοντας και Τραγουδώντας» αποτελεί ομολογουμένως έναν ήσσονος σημασίας επίλογο σε μια από τις πιο ριζοσπαστικές σκηνοθετικές διαδρομές του παγκόσμιου σινεμά.

Ταυτόχρονα, όμως, παραμένει ένας ελαφρύς σαν αεράκι και ξένοιαστος αποχαιρετισμός από έναν αθεράπευτο νεανία και εξερευνητικό δημιουργό, ο οποίος ουδέποτε θέλησε να πάρει τον οποιοδήποτε κανόνα στα σοβαρά. Και το ίδιο συμβουλεύει να κάνουμε και εμείς.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: