Υπάρχουν τρεις αρμοί που ταινίες σαν το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» βαστούν γερά την ύπαρξή τους σήμερα. Ο ένας είναι, ας πούμε, χολιγουντιανός και σχετίζεται με τα ισχυρά ζευγάρια της βιομηχανίας που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν την όποια δυνατότητά τους να βρουν φιλμικό στέγαστρο της εν ζωή σχέσης τους. Το έκανε ο Ρίτσαρντ Μπέρτον με τη Λιζ Τέϊλορ, το έκανε ο Σπένσερ Τρέϊσι με την Κάθριν Χέπμπερν, το έκαναν ακόμα κι οι Τομ Κρουζ-Νικόλ Κίντμαν ή οι Γουόρεν Μπίτι και Ανέτ Μπένινγκ. Άλλοτε δεν ήταν παρά ένα όχημα ματαιοδοξίας, άλλοτε η προσταγή υπήρξε και (ή πιο, όπως εδώ) καλλιτεχνική.
Ο δεύτερος αρμός είναι η αδιάπτωτη τάση των αρκετών τελευταίων χρόνων να φτιάχνονται biopics, ταινίες βιογραφικές που, γραμμικά ή πιο μοντέρνα, ποντάρουν στην αντικατάσταση λογοτεχνιζόντων best-sellers βασισμένων σε βίους προσωπικοτήτων και την συνεπακόλουθη δημοτικότητά τους.
Ο τρίτος και ίσως πιο ενδιαφέρων λόγος, είναι τα απόνερα μιας λογικής που ξεκίνησε το '60 και το '70 (και ανδρώθηκε πια εντελώς την δεκαετία του '90), που ήθελε να καταδείξει αμοραλιστικά την περιοχή του γκρίζου ανάμεσα στο καλό και το κακό, αναθεωρώντας τρόπον τινά και την έννοια του villain στην διαδρομή.
Αν έχεις να κάνεις με τον «Νονό», έχει καλώς. Αν δανείζεσαι τις καλύτερες στιγμές ενός Σκορσέζε (το «Καζίνο», ας πούμε), πάει κι έρχεται. Η διάυγεια των προθέσεων, η ποικιλία της στόχευσης, η καλώς εννοούμενη φιλοδοξία κριτικής των ιεραρχήσεων μιας κοινωνίας, είναι όχι μόνο σωσίβια αλλά και απαραίτητη συνεισφορά της τέχνης στο κοινωνικοπολιτικό και υπαρξιακό γίγνεσθαι. Αν όμως πέσεις στη λούμπα να αποθεώνεις προσωπικότητες, ενδεχομένως γοητευτικές (Τζόκερ α λα Νόλαν κανείς;), δίχως ηθικό αντίβαρο μέσα στο έργο, τότε τα πράγματα περιπλέκονται.
Το μίσος της Βαλέχο μοιάζει να εδράζεται περισσότερο στην απώλεια της φανερής γοητείας της αναπαυμένης τάξης της παρά στην αντίρρησή της για την εγκληματικότητα του εραστή της.
Το «Αγαπώντας τον Πάμπλο», με τον σκορσεζισμό, την σκωπτικότητά και την θεαματική, κατά μία έννοια, κεντρική της ερμηνεία, είναι μια ταινία προβληματική καθώς σε βάζει να παρακολουθείς ένα έργο που στην καλύτερη περίπτωση είναι κουτσομπολίστικο (πως ήταν τελικά η ιδιωτική συμπεριφορά του Πάμπλο Εσκομπάρ;) μα στην χειρότερη δεν είναι παρά μια ηδονοβλεψία – είναι ελκυστική η ταινία του Αρανόα – που εντελώς άκριτα παρακολουθεί τα πως, χωρίς πολλά γιατί, μιας πανάθλιας προσωπικότητας. Κι όταν μεταθέτεις το κέντρο βάρους από την ανήθικη ιστορική πράξη στο χαριτωμένο περιστατικό, υπάρχει ένα πρόβλημα.
Το σενάριο και η σκηνοθέτηση των ιστορικών περιστατικών και των δραματοποιημένων επεισοδίων, διαθέτει ορισμένες συμπαθείς πινελιές (η πολιτειακή δραστηριότητα του Εσκομπάρ, η ταξική του συνείδηση, η αντιπαραβολή του με την «φυσιολογική» μπουρζουαζία της τηλεπαρουσιάστριας Βιρχίνια Βαλέχο – στης οποίας το βιβλίο βασίζεται το σενάριο) που είτε εξαφανίζονται ή και αναποδογυρίζονται επικίνδυνα – ειδικά στην περίπτωση του εκκωφαντικά επιπόλαιου χαρακτήρα της Κρουζ (δεν βοηθά και η ερμηνεία της) που δεν κατανοείς ποτέ ούτε τον τίτλο ούτε τον ηθικολογικό υπότιτλο (Μισώντας τον Εσκομπάρ) του έργου. Το μίσος της Βαλέχο μοιάζει να εδράζεται περισσότερο στην απώλεια της φανερής γοητείας της αναπαυμένης τάξης της παρά στην αντίρρησή της για την εγκληματικότητα του εραστή της. Αν δε προσθέσεις και την προαναφερθείσα ταξική, λαϊκή διάσταση του κεντρικού χαρακτήρα, τότε παίρνεις έως και μια πολιτικά αντιδραστική πρόταση εκ μέρους ενός δημιουργού που στις «Δευτέρες με Λιακάδα» και τις «Πριγκίπισσες των Δρόμων» είχε υπονοήσει άλλα και καλύτερα.