Ήταν τελικά θέμα χρόνου η μεταφορά της υπερεπιτυχημένης σειράς βιβλίων της δεκαετίας του 90 στη μεγάλη οθόνη. Τα εξαιρετικά δημοφιλή έργα φανταστικού τρόμου της σειράς “ανατριχίλες”, μεταφρασμένα σε 32 γλώσσες και έχοντας πουλήσει σχεδόν 400 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, αποκτούν πλέον τη δική τους κινηματογραφική θέση στο χάρτη, μέσα από μια ταινία που επιχειρεί να συμμαζέψει όλα τα παρόμοιας δομής τρομακτικά περιστατικά σε ένα ψυχαγωγικό εφηβικό δημιούργημα.
Το φιλμ του Ρομπ Λέτερμαν μοιάζει να υιοθετεί τη φιλοσοφία “όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα” εμφανίζοντας κατά τη διάρκειά του όλο και περισσότερα τέρατα, από τον χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων και το τεράστιο αλογάκι της Παναγίας, έως τα ζόμπι και τον εξαγριωμένο λυκάνθρωπο. Η αλήθεια είναι όμως ότι το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με ένα ξαναζεσταμένο μεγάλου μήκους επεισόδιο της (αδιάφορης) τηλεοπτικής σειράς της προηγούμενης εικοσαετίας που ίσως παροδικά θα μπορούσε να ξυπνήσει τη νοσταλγία των μυημένων στα βιβλία του Ρόμπερτ Λ. Στάιν, χωρίς ωστόσο να βρει πρόσφορο έδαφος πουθενά αλλού.
Ο διάσημος συγγραφέας της σειράς μοιάζει τελικά να είναι και ο βασικός χαρακτήρας του φιλμ (παρότι παραδοσιακά οι έφηβοι παρουσιάζονται ως πρωταγωνιστές) καθώς οι ερμηνείες των υπολοίπων υποσκελίζονται γρήγορα από το αναμφισβήτητο κωμικό χάρισμα του Τζακ Μπλακ. Ο ηθοποιός μοιάζει κάποιες στιγμές να προσπαθεί μόνος του, δοκιμάζοντας να υποστηρίξει ένα σεναριακό κατασκεύασμα που αφενός μπάζει από παντού και αφετέρου, όχι μόνο δεν φαίνεται να παίζει με τα κλισέ και τα στερεότυπα του είδους, αλλά μάλλον τα αποδέχεται και τα αγκαλιάζει.
Ο Μπλακ, παρά τις αστοχίες, δημιουργεί τελικά έναν αποδοτικό χαρακτήρα (παρότι δεν μοιάζει εμφανισιακά στον αληθινό συγγραφέα) ο οποίος φαντάζει πιο παράξενος και από τις ίδιες του τις “τρομακτικές” λογοτεχνικές δημιουργίες. Είναι δε απολαυστικός όταν ξεδιπλώνει όλη τη μοχθηρή ματαιοδοξία του στο άκουσμα και μόνο του πιο διάσημου και εξίσου αλλόκοτου καλλιτεχνικού του αντιπάλου, του Στηβ (“και όχι Στηβεν!”) Κινγκ.
Όταν κατά λάθος το διαβολικό του alter ego -η σαδιστική εγγαστρίμυθη κούκλα Σλάπι- κυριολεκτικά απελευθερώνεται από τις σελίδες ενός από τα μυθιστορήματά του και σπέρνει τον τρόμο στη μικρή επαρχιακή πόλη Μάντισον, ο ίδιος καλείται να σώσει τη μέρα και η ταινία να χαρίσει υψηλής μεν ταχύτητας άλλα μεθοδευμένο κυνηγητό, με μικρές δόσεις από συμβουλές πάνω στην ανάγκη για αυτοεκτίμηση και τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης ως απαραίτητο μέσο εξέλιξης μιας νεαρής προσωπικότητας.
Η ταινία παίρνει κυριολεκτικά στα σοβαρά ότι τα λογοτεχνικά κυήματα της φαντασίας μπορούν να έρθουν στη ζωή, εμπιστεύοντας την ομαλότητα της ροής της σε ένα σενάριο που τρέχει από τον έναν ανολοκλήρωτο χαρακτήρα στον άλλο, στην προσπάθειά του να δέσει το κινηματογραφικό οικοδόμημα θαρρείς με το πιο ινώδες υλικό που υπάρχει. Προφανέστατα το χόρορ συστατικό απλά δεν εμφανίζεται πουθενά, κάνοντας την ταινία να παρουσιάζεται ελάχιστα αστεία και περισσότερο αφελής, με την κωμική εκτόνωση να φαντάζει βεβιασμένη πατώντας σε γνωστά μονοπάτια και αναπαράγοντας το ίδιο μεθοδευμένο χιούμορ του παράλογου και του εξωφρενικού.
Επιπλέον, η μονότονη εμπιστοσύνη στη διαρκή CGI αναπαράσταση των τεράτων γρήγορα κουράζει διότι απλούστατα δεν πρόκειται ούτε για τα πιο πρωτοποριακά, ούτε για τα πιο καλοφτιαγμένα ψηφιακά εφέ που έχεις δει ποτέ. Παραμελώντας σκόπιμα τη φιλότιμη αλλά αδιεκπεραίωτη δοκιμή για περίσκεψη πάνω στην απομόνωση που μπορεί να γεννήσει τέρατα, όπως έξαλλου και την απομάκρυνση της υποψίας οποιουδήποτε πολύπλοκου συναισθήματος, το φιλμ του σκηνοθέτη του απαράδεκτου “Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ” κράτα ως μοναδικό αξιόλογο στοιχείο την αίσθηση ενός παιχνιδιάρικα τρομακτικού b-movie με διακριτική άλλα σταθερή παρουσία αυτοσαρκασμού, παλεύοντας ταυτόχρονα μάταια να σωθεί από τον (ίσως πιο συγκρατημένο απ’ ότι θα προσδοκούσαμε) κεντρικό του πρωταγωνιστή.
Προωθούμενη από μια ικανή παραδοχή ότι ο τρόμος είναι διασκεδαστικός και πουλάει, η ταινία μοιάζει τελικά περισσότερο με αρπαχτή που εκμεταλλεύεται ένα ποπ λογοτεχνικό φαινόμενο που μάλλον έχει ήδη αρχίσει και ξεθωριάζει.