O Τσάρλυ Κάουφμαν είναι αναμφίβολα ο πιο πολυσυζητημένος σεναριογράφος της περασμένης δεκαετίας. Με την «Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού» υπέγραψε μια ταινία στην οποία ανατρέχουν σε κάθε ευκαιρία εραστές παλιοί και νέοι, φρεσκοχωρισμένοι ή ερωτοχτυπημένοι και γενικότερα όλοι όσοι ανήκουν σ’ αυτή την τόσο αξιαγάπητη κάστα, που πιστεύει ακόμα στην ύπαρξη ανθρώπων καταδικασμένων να είναι μαζί. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, η «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης», αγνοήθηκε από την πλειονότητα κοινού και κριτικής, αγαπήθηκε όμως με αξιοθαύμαστη σφοδρότητα από μια μικρή μερίδα θεατών.
Και τώρα ο Τσάρλι Κάουφμαν επιστρέφει στις αίθουσες με την δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, την «Anomalisa». Το φιλμ, που συν-σκηνοθετεί με τον μαριονετίστα Ντιουκ Τζόνσον, είναι ένα ιδιαίτερο stop motion animation. Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο ότι είναι ένα animation, που εξελίσσεται στον πραγματικό κόσμο και απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες, όχι λόγω της εικονογραφίας του, κι ας περιλαμβάνει την πιο αφοπλιστικά αληθινή σκηνή σεξ, που είδες εδώ και πολύ καιρό στο σινεμά, αλλά λόγω της θεματολογίας του. Όπως η πλειοψηφία των σεναρίων του Κάουφμαν, έχει για ήρωα έναν άντρα σε κρίση.
Ο Michael (ο Ντέιβιντ Θιούλις σε μια καταπληκτική φωνητική ερμηνεία, που σε κάνει να εξοργίζεσαι, που οι απανταχού ενώσεις και ακαδημίες αγνοούν επιδεικτικά αυτή την κατηγορία υποκριτικής) είναι συγγραφέας βιβλίων για την βελτίωση των παροχών εξυπηρέτησης πελατών. Είναι ένας άνθρωπος που υποδεικνύει στους υπαλλήλους, πώς να προσεγγίσουν τους πελάτες σε προσωπικό επίπεδο, ώστε να νιώσουν ασφάλεια και οικειότητα, ο ίδιος όμως αδυνατεί εδώ και καιρό να αισθανθεί οτιδήποτε για οποιονδήποτε. Του φαίνεται λες και όλοι οι άνθρωποι γύρω του έχουν την ίδια φωνή. Κι επειδή πρόκειται για ταινία του Τσάρλυ Κάουφμαν, κυριολεκτικά όλοι οι άνθρωποι γύρω του έχουν την ίδια φωνή, εκείνη του καρατερίστα Τομ Νούναν.
Οι παραδοξότητες όμως σταματούν εδώ. Κι αυτό γιατί η «Anomalisa» είναι η πιο προσγειωμένη ταινία του Κάουφμαν. Το διαρκές φλερτ του με το παράδοξο και την εκκεντρικότητα μπορεί να κάνει το σύμπαν του ελκυστικό, αλλά συχνά λειτουργεί σε βάρος της δραματουργικής και νοηματικής συνοχής της ταινίας. Εδώ όμως είναι λες και κάτι συνέβη μέσα του κι αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία του στρωτά, με απλότητα και (ανεπανάληπτη, για τον ίδιο) οικονομία.
Μια ιστορία αυτολύπησης, αναφερόμενη σε ζητήματα υπαρξιακά, όπως και στην «Συνεκδοχή» αφηγείται και πάλι, δίχως όμως την φλυαρία και την εσωστρέφεια της τελευταίας, δίχως περιττούς εξυπνακισμούς. Ας το θέσουμε έτσι. Κάνει περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην άκρη τον εγκέφαλο του, που λειτουργούσε ως κινητήριος μοχλός όσων δημιουργιών προηγήθηκαν, και δίνει το πηδάλιο στην καρδιά.
Μην νομίζεις όμως πως η ταινία του κινείται στα μονοπάτια της «Αιώνιας Λιακάδας». Μπορεί ο ερχομός του χαρακτήρα της Lisa στο φιλμ να υπόσχεται ένα μεγάλο ρομάντζο και την σωτηρία του ήρωα από την ψυχολογική άβυσσο, που ατενίζει, αλλά εκείνο που στοχεύει ο Κάουφμαν δεν είναι να κάνει μια ταινία για την δύναμη του έρωτα, αλλά μια ταινία για το ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης.
Και ο τρόπος που οδηγεί τα τεκταινόμενα επί της οθόνης προς αυτή την κατεύθυνση είναι τόσο ανεπιτήδευτος, τόσο ειλικρινής, τόσο κοντά σ’ εκείνη την ενοχλητική φωνή, που κρύβεις μέσα σου κι έρχεται κάθε τόσο για να φροντίσει, να μην παραγνωριστείς με το συναίσθημα της χαράς, ώστε στο φινάλε είναι αδύνατο να μην ξεσπάσεις σε δάκρυα. Είναι ένα φινάλε ανώμαλο. Σαν κι εσένα. Σαν κι εμένα.