Ο κόσμος του μέλλοντος απασχολεί τον Άντριου Νίκολ («Gattaca», «In Time») σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, όπου αναπτύσσει ιστορίες αντίστασης κατά μιας αρχής που με κάποιο τρόπο έχει επιβάλλει κανόνες που αλλάζουν προς το χειρότερο τη ζωή των ανθρώπων. Αυτή η αισιόδοξη ματιά, ότι δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να αλλάξουν μια κατάσταση που μοιάζει μη αντιστρέψιμη, χρησιμοποιείται για να αντισταθμίσει το περιβάλλον που χτίζει, το οποίο τείνει προς τη δυστοπία.
Στο «Anon» μαθαίνουμε από την αρχή τι έχει συμβεί στο μέλλον. Ένα ισχυρό software μπορεί πλέον και μεταφέρει σε μια τεράστια βάση δεδομένων οτιδήποτε βλέπει ο καθένας, σαν ένα είδος live μετάδοσης. Η εξέλιξη αυτή αφορά, σύμφωνα με την εξουσία, το κοινό καλό, καθώς οποιοσδήποτε θέλει να προβεί σε εγκληματική πράξη θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Η παράλληλη απώλεια όμως είναι πως διαγράφεται η έννοια προσωπική ζωή, κάτι που μπορεί να διορθώσει μια ομάδα από hackers που μπορούν επί πληρωμή να διαγράψουν εικόνες που θα έβλεπε το τεράστιο «μάτι» του κράτους.
Ο Κλάιβ Όουεν πρωταγωνιστεί ως αστυνομικός που έχει την υποχρέωση να βρίσκει εγκληματίες με τη βοήθεια του νέου συστήματος. Παράλληλα, αντιμετωπίζει προσωπικούς δαίμονες του παρελθόντος, μια ιδέα στα όρια του κλισέ για το είδος, καθώς η απογοήτευσή του τον κάνει πιο ευάλωτο στο να αφήσει πίσω την ιδέα που προστατεύει. Το κυνήγι μιας hacker και η ιστορία που το ακολουθεί, κάνουν την κατάσταση ακόμη δυσκολότερη για τον ίδιο.
Ο Νίκολ επενδύει πολύ λιγότερο χρόνο από αυτόν που θα όφειλε στον κόσμο που παρουσιάζει. Το σύστημα που κυριαρχεί και η κατάσταση στον κόσμο παρουσιάζονται ως δεδομένα και χρησιμοποιούνται μόνο κάποιες αισθητικές επιλογές για να υποδηλώσουν τη δυστυχία που φαίνεται να κυριαρχεί. Πλάνα σε δρόμους και ψηλά κτίρια που μοιάζουν άδεια, εικόνες ανθρώπων σχεδόν άβουλων και ένας πρωταγωνιστής μαζί με τους συναδέλφους να μιλούν υπερβολικά υποτονικά και περισσότερο να σέρνονται βαριεστημένα στη δουλειά τους, παρά να κάνουν κάτι που αγαπούν.
Έχοντας αυτά ως δεδομένα, ο Νίκολ ξεκινά γρήγορα την ιστορία του, με τον χαρακτήρα της Αμάντα Σέιφριν,τ και γαντζώνεται ως το τέλος σε αυτήν δείχνοντας πως πέρα από τη συνηθισμένη μορφή της κακής εξουσίας δεν έχει να πει κάτι καινούριο. Η ιστορία δε συνδέει τους ήρωες με το περιβάλλον που περιγράφεται, είναι ένα τυπικότατο αστυνομικό twist που θα μπορούσε με τις κατάλληλες αλλαγές να μην αποτελεί ιστορία του μέλλοντος.
Αυτή τη φτωχή προσέγγιση στο θέμα του, κάνει το «Anon» να ξεχνιέται σχεδόν αμέσως, εκτός ίσως από τη μόνιμη εικόνα των κοιμισμένων φυλάκων της ασφάλειας, μια σχεδόν κωμική οπτική ματιά στην οποία καταλήγει να συνεισφέρει και η μορφή του Όουεν, που πάντως περισσότερο περιφέρεται έτσι από έλλειψη πίστης στην ταινία, παρά ως κάτι που θα λειτουργήσει υπέρ της.