Ένα παραδοσιακό Ιρλανδέζικο τραγούδι ακούγεται στο χριστουγεννιάτικο δείπνο της κοινότητας των μεταναστών. Αυτών που “έχτισαν τις γέφυρες και τους δρόμους” στον νέο κόσμο. Τα πρόσωπα σκυφτά, οι άνδρες χαμένοι στις σκέψεις τους, στις ψευδαισθήσεις μιας μακρινής πατρίδας που αντηχεί στα αυτιά τους. Μιας πατρίδας που δεν θα επισκεφτούν ποτέ, γιατί απλούστατα οι δεσμοί δεν υπάρχουν πια. Παρόλα αυτά το τραγούδι τους ενώνει κάτω από μία ταυτότητα, κάτω από μια κοινή μοίρα, κάτω από τις λέξεις που ταξιδεύουν στις ανεμοδαρμένες ακτές, τις παγωμένες αμμουδιές και τους απόκρημνους, υγρούς λόφους.
Το πρόσωπο της Έιλις αντανακλά τη θλίψη και τη μελαγχολία της νοσταλγίας, το δράμα του εκπατρισμού, του ξεριζωμού και του διχασμένου συναισθήματος. Του μοιράσματος ανάμεσα σε δυο τόπους και της οδυνηρής επιλογής του να επενδύσεις τελικά μόνο σε έναν από αυτούς, προκειμένου να επιβιώσεις. Παράλληλα όμως, καθρεφτίζει και την ελπίδα για χειραφέτηση, για μια διαφορετική ζωή, μια πραγματικότητα που φέρνει στο φως την αέναη πολυπλοκότητα της καθημερινότητας. Τα χαμένα σπιτικά και οι χαμένες αγάπες ανακατεύονται με τον ενθουσιασμό του νέου, των διαφορετικών στόχων. Το φιλμ του Τζον Κρόουλεϊ συμπεραίνει με αριστοτεχνικό και ουσιαστικό τρόπο, ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και απλές απαντήσεις σε αυτού του είδους τις ερωτήσεις και τους στοχασμούς.
Ο σεναριογράφος Νικ Χόρνμπι διασκευάζει το ομότιτλο (και αδίκως παραμελημένο) μυθιστόρημα του 2009 με μεγάλη ευαισθησία και διαύγεια, δείχνοντας ίσως μια μικρή αδυναμία σε μια ιστορική περίοδο που αυτοπροσδιορίζεται κυρίως από τη νοσταλγία. Η σκηνοθεσία πάτα γερά στα πόδια της παρότι τροφοδοτείται από συναισθηματισμούς, εντούτοις όμως δεν απαρνείται τη γειωμένη της προοπτική, την ‘καθημερινότητά’ της θα μπορούσε να πει κανείς. Η αφήγηση βασίζεται στο δράμα της οικονομικής μετανάστευσης των αρχών της δεκαετίας του 50 με την κεντρική ηρωίδα να ορίζει και να ορίζεται από τις αποφάσεις της αλλά και από τις συνθήκες.
Πολλές φορές η νέα περιπέτεια εικονογραφείται με υπέρ το δέον αισιοδοξία, όμως το φιλμ τελικά δεν χρειάζεται να ολισθήσει σε δακρύβρεχτα μονοπάτια για να γίνει συγκινητικό και να αγγίξει. Οι σκηνές πραγματικής θλίψης δεν λείπουν, έρχονται και σβήνουν με την ίδια διακριτική ακρίβεια, αφήνοντας μια συγκλονιστική αίσθηση ξεριζωμού. Η διπλή αφηγηματική τοποθέτηση πάνω σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα ενσωματώνει από τη μία το άνοιγμα των οριζόντων και την αλλαγή της κοινωνικής υπόστασης και από την άλλη τη σκιώδη και σχεδόν φαντασιωσική ζωή που ίσως θα μπορούσες να έχεις πίσω στην πατρίδα. Όλα αυτά μοιάζουν οπτικοποιημένα μέσα από ένα πρίσμα παλιάς μεν κοπής, καθόλου ξεπερασμένης δε. Το αντίθετο μάλιστα, σε στιγμές το έργο του Κρόουλεϊ μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Χωρίς την ερμηνεία της Σίρσα Ρόναν το “Μπρούκλιν” άλλον θα έμοιαζε ιδιαίτερα ζαχαρωμένο. Ίσως τελικά να περνούσε και αδιάφορο. Όμως, αυτή είναι το συστατικό που ‘δένει’ τα πάντα. Η νηφάλια και συγκρατημένη στάση της εξουσιάζει τις σκηνές που μοιάζουν να γυρίζουν γύρω της σε ομόκεντρους κύκλους. Είναι ξεκάθαρα η καρδία και ο πυρήνας του φιλμ, δίνοντας μια εκπληκτική παράσταση μεταμόρφωσης από τη δειλή και τρομαγμένη κόρη της Ιρλανδίας στην ώριμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα της Αμερικής.
Θαρρείς και όλες οι εικόνες, οι διαθλάσεις και τα συναισθήματα της ταινίας αντικατοπτρίζονται στα μεγάλα μάτια της, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα τόσο την αθωότητα της νιότης αλλά και τη θλίψη και απογοήτευση της σκληρής πραγματικότητας, της αλήθειας. Πρόκειται για μια εξαιρετική ηθοποιό με πολύ προσεκτικές επιλογές (ήδη είχε συγκλονίσει με την ερμηνεία της στην “Εξιλέωση” του Τζο Ράιτ) που σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα που δεν φοβάται να φανεί διχασμένος και αναποφάσιστος, που δεν κραυγάζει τις αρετές του, ούτε τις πουλά ή τις διαφημίζει. Τη αξίζουν πολλοί έπαινοι, από την αρχή ως το τέλος.
Στον απόηχο του μοντέρνου σινεμά της μετανάστευσης (μοιάζει ως παράξενος διάδοχος του “In America” του Σέρινταν) το “Μπρούκλιν” καταφέρνει στο τέλος να μην δείχνει καθόλου ξεπερασμένο και αναχρονιστικό. Παρότι μοιάζει λαμπερό και σε στιγμές απλουστευμένο, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα είναι παράξενα αισθαντικό.
Ένα έργο που μιλά απ ευθείας στην καρδιά για τον γεωγραφικό και συναισθηματικό διχασμό, για τις αποφάσεις που παίρνονται με μεγάλο κόστος και για αυτό το γράμμα που έρχεται από μακριά και δε χορταίνεις να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις. Που παίρνεις στην αγκαλιά σου λες και είναι ο ίδιος ο αγαπημένος άνθρωπος που σου το έγραψε. Γι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν τολμάς να ξεστομίσεις. Για το σπίτι που τελικά εσύ κουβαλάς μαζί και μόνο έτσι μπορείς να ορίζεις πού θα το θεμελιώσεις.