Πριν από δυο χρόνια ο «Deadpool», ήρωας της Marvel αλλά με κινηματογραφική προέλευση το στούντιο της Fox, έκανε τη μεγαλύτερη πλάκα σε κοινό και κριτικούς: ο αντισυμβατικός κι αθυρόστομος χάρτινος ήρωας με το πρόσωπο του (σχετικά ξεχασμένου τότε) Ράιαν Ρέινολντς, έγινε η πιο επιτυχημένη εμπορικά «ακατάλληλη» ταινία όλων των εποχών και σίγουρα μία από τις πιο αγαπημένες των θεατών. Το ρίσκο της εταιρείας να μην ακολουθήσει έναν ασφαλή δρόμο για τα ταμεία τελικά απέδωσε και δυο χρόνια μετά, στο φετινό σίκουελ, ο «Deadpool» επιστρέφει χωρίς να προδίδει καμία από τις προσδοκίες. Για καλό και για κακό.
Καλό γιατί η συνταγή της πρώτης ταινίας εκτελείται σχεδόν ατόφια και στο δεύτερο μέρος. Κακό γιατί προσπερνά τη διάθεση ανατροπής. Όχι πως το δεύτερο αποτελεί απαραίτητα πλήγμα για τον «Deadpool», μιας και η ικανότητά του για αυτο-ίαση επουλώνει γρήγορα τα «ατυχήματα». Όπως αυτό της αλλαγής σκηνοθέτη, αφού ο Τιμ Μίλερ της πρώτης ταινίας αποχώρησε (με τη συνηθισμένη δικαιολογία «κατόπιν δημιουργικών διαφωνιών») και ο Ντειβιντ Λιτς του «Atomic Blonde» (αλλά και του «John Wick») κάλυψε επάξια το κενό.
Στην ταινία ο φλύαρος, εξυπνάκιας Ουέιντ Γουίλσον αντιμετωπίζει τον Cable (Τζος Μπρόλιν) έναν υπερ-στρατιώτη του μέλλοντος που θα σας θυμίσει (εσκεμμένα) κάτι από «Terminator», έναν οργισμένο έφηβο που ανακαλύπτει τις φλογερές, μεταλλαγμένες του δυνάμεις (Τζούλιαν Ντένισον), την ομάδα των X-Men που αποπειράται να τον ενσωματώσει, της φυλακής τα σίδερα, ένα αταίριαστο γκρουπ σούπερ-ηρώων και πάνω απ’ όλα το μεγάλο ερώτημα: είναι έτοιμος για οικογένεια;
O εγωιστής «Deadpool» μιλά με εξωφρενική ειλικρίνεια και ενσαρκώνει το πνεύμα της εποχής σαν γνήσιο τρολ. Κάπου εκεί μπορεί να βρίσκεται άλλωστε και η επιτυχία του χαρακτήρα.
Το τελευταίο αποτελεί και το συνεκτικό εύρημα του σεναρίου, το οποίο ενώνει τις επιμέρους επεισοδιακές σκηνές της ταινίας και δίνει στο «Deadpool 2» συναισθηματικά διαλείμματα ανάμεσα σε πυροβολισμούς, αστεία, διαμελισμούς, κυνηγητά, πυρκαγιές, θανάτους. Και η αλήθεια είναι πως η ταινία δεν είναι καθόλου φειδωλή στην απεικόνιση της βίας, η οποία αντιμετωπίζεται με μία πλακατζίδικη ελαφράδα, αλλά δεν παύει να είναι θέαμα ακατάλληλο για ανηλίκους.
Το «Deadpool 2» υστερεί γιατί δεν εμπεριέχει στοιχείο έκπληξης. Οι συστάσεις έχουν γίνει και οι διαθέσεις είναι οι αναμενόμενες. Όπως είπαμε η συνταγή εκτελείται μεθοδικά, και ο νόμος της αγοράς θέλει να μην αλλάζει κάτι εύκολα όταν θεωρείται επιτυχημένο. Παράλληλα λειτουργεί σε ένα καλύτερο ή μάλλον πιο οργανικό επίπεδο, γιατί οι σκηνές δράσεις τεχνικά, το αυτοαναφορικό χιούμορ του χαρακτήρα, τα «σπασίματα» του τέταρτου τοίχου και τα ρεαλιστικά διλήμματά του, παραδίδουν ένα βελτιωμένο «τεύχος». Στα θετικά και οι νέες προσθήκες του καστ. Λίγες εβδομάδες μετά το σαρωτικό πέρασμα των «Εκδικητών: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας», ο Τζος Μπρόλιν υποδύεται τον Cable, χωρίς να θυμίζει τον Thanos, η Ζάζι Μπιτζ («Atlanta») κλέβει εντυπώσεις ως Domino (διόλου «τυχαία») και ο Τζούλιαν Ντένισον μετά το εξαιρετικό «Hunt for the Wilderpeople» του Τάικα Γουαϊτίτι (σκηνοθέτη του «Thor: Ragnarok») κάνει σαφές πως θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον.
Μακριά από τις παραδόσεις και τους συνήθεις, έντιμους σούπερ-ήρωες που μάχονται αυτεπάγγελτα για το «κοινό καλό», ο εγωιστής «Deadpool» μιλά με εξωφρενική ειλικρίνεια και ενσαρκώνει το πνεύμα της εποχής σαν γνήσιο τρολ. Κάπου εκεί μπορεί να βρίσκεται άλλωστε και η επιτυχία του χαρακτήρα. Επιτυχία που καταργεί το όριο της οθόνης και ανοίγει διάλογο με το κοινό. Από την κοκκινομάλλα «Annie» μέχρι την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και από τους τζειμσμποντικούς τίτλους αρχής με το «Ashes» της Celine Dion, μέχρι μία σκηνή-επιτομή meta αναφοράς που σχετίζεται με το ένοχο κινηματογραφικό παρελθόν του Ρέινολντς, το «Deadpool» έχει γεφυρώσει ήδη με έναν ξεχωριστό τρόπο την επικοινωνία με τους θεατές. Μένει να δούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.