Έχοντας αποκτήσει διαστάσεις μύθου με το πέρασμα των ετών, το Λονδίνο της δεκαετίας του '60 έμεινε κλασικό ως μια εποχή ξέφρενου ηδονισμού και ελκυστικού ξοδέματος καθώς στην ποπ κουλτούρα μεσουρανούσαν οι Μπιτλς και οι Στόουνς, οι ενδυματολογικές καινοτομίες της Κάρναμπι Στριτ, ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός των νάιτ κλαμπ και οι κραιπάλες ενός sex, drugs and rock 'n' roll τρόπου ζωής. Την ίδια περίπου περίοδο που οι πιο προνομιούχοι κάτοικοι της πόλης αφοσιώνονταν σε μεγαλειώδη ξενύχτια και ιστορικά μεθύσια, δυο από τους πιο διαβόητους κακοποιούς στα βρετανικά αστυνομικά χρονικά επιδίδονταν στα δικά τους αιματοκυλίσματα.
Δίδυμα αδέρφια, διαρκώς ανερχόμενα μέλη του αγγλικού υποκόσμου, φόβος και τρόμος για τους μαφιόζικους αντιπάλους τους όσο και ανέλπιστες διασημότητες μέσω της κοσμοπολίτικης παρουσίας τους στη νυχτερινή ζωή της τότε μεγαλούπολης, ο Ρέτζι και ο Ρόνι Κρέι κατόρθωναν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους και να διασχίζουν ανενόχλητοι τα σαλόνια της καλής κοινωνίας, ασχέτως αν στην καθημερινή τους ρουτίνα συμπεριλάμβαναν μια ευρεία γκάμα εγκληματικών πράξεων η οποία απαριθμούσε από ληστείες και εμπρησμούς μέχρι σαδιστικούς φόνους.
Το ψυχωτικό δίδυμο και το καθεστώς φόβου που κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει, στα παραπάνω από δέκα χρόνια όπου μεσουρανούσε, απασχολεί για δεύτερη φορά το σινεμά, είκοσι πέντε χρόνια αφότου ο Πίτερ Μέντακ είχε εμπνευστεί από την περίπτωσή τους ένα στιβαρό δράμα.
Η αξιέπαινη προσπάθεια του Τομ Χάρντι μένει αστήρικτη από μια αδύναμη ταινία η οποία φανερώνει πόσο διεκπεραιωτικός είναι ο άνθρωπος που έχει αναλάβει τα σκηνοθετικά της ηνία.
Στο «The Krays» (1990) τον ρόλο των δυο αδερφών επωμίζονταν με ανέλπιστα καλές επιδόσεις οι δίδυμοι Γκάρι και Μάρτιν Κεμπ (μέλη του διάσημου ποπ συγκροτήματος των Spandau Ballet). Στην σκηνοθετική απόπειρα του Μπράιαν Χέλγκελαντ (παλιότερα σενάρια του οποίου είναι το βραβευμένο με Οσκαρ «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικό» και το «Μυστικό Ποτάμι», ενώ μοναδικό άξιο λόγου φιλμ στη μέτρια μέχρι τώρα καριέρα του πίσω από την κάμερα είναι το «Ανοιχτοί Λογαριασμοί» με τον Μελ Γκίμπσον), ο Τομ Χάρντι αναλαμβάνει να ενσαρκώσει και τους δυο εγκληματίες, προσδίδοντας στον καθένα τον δικό του, ξεχωριστό χαρακτήρα, έστω κι αν η πραγματικά καλή ερμηνεία του είναι μόνο στο ρόλο του μαγνητικού Ρέτζι Κρέι (ο Ρόνι καταλήγει στην οθόνη λίγο-πολύ ως καρικατούρα).
Η αξιέπαινη προσπάθεια του Χάρντι μένει, παρ' όλα αυτά, αστήρικτη από μια αδύναμη ταινία η οποία φανερώνει πόσο διεκπεραιωτικός είναι ο άνθρωπος που έχει αναλάβει τα σκηνοθετικά της ηνία. Επωφελούμενος αν μη τι άλλο από έναν γυαλιστερό σχεδιασμό παραγωγής, ο οποίος δίνει σε αυθεντικές τοποθεσίες του λονδρέζικου Γουέστ Εντ έναν φαντασμαγορικό, σχεδόν μυθικό ρετρό αέρα, ο Χέλγκελαντ διαπράττει το ένα αφηγηματικό λάθος μετά το άλλο.
Αναθέτει κατ' αρχάς την εξιστόρηση του φιλμ σε μια ελάχιστα πειστική Εμιλι Μπράουνινγκ (στο ρόλο της 18χρονης φιλενάδας του Ρέτζι Κρέι), η οποία διηγείται με επιτηδευμένη ευγλωττία γεγονότα στα οποία ως επί το πλείστον δεν υπήρξε μάρτυρας, εμπιστεύεται ένα άκρως επιφανειακό (δικό του) σενάριο που χτίζει μηχανικά την πλοκή του ως μια οκνή αλληλουχία συμβάντων, καταφεύγει σε προφανή και πολυχρησιμοποιημένα στυλιστικά δάνεια από το γκανγκστερικό σινεμά του Σκορσέζε και φαίνεται να αντλεί μια συζητήσιμη σαγήνη με το να αναπαριστά τις σκηνές βίας μέσα από ένα καρτουνίστικο και αλά Γκάι Ρίτσι πρίσμα, απομακρύνοντας έτσι βολικά τους θεατές από τη φρική των όσων απεικονίζει.
Ακόμη και οι επιλογές της μουσικής είναι πέραν του προφανούς, φανερώνοντας κι αυτές από τη μεριά τους ότι ο σκηνοθέτης έχει ελάχιστη πρωτοβουλία πέραν του να φιλμάρει τις σκηνές του επαρκώς ή να οδηγήσει το αφηγηματικό του όχημα ασφαλές στην κατακλείδα του, αδιαφορώντας αν στη διαδρομή το φιλμ του χάνει σε ρυθμούς και σε περιεχόμενο.