«Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» είναι η τριπλέτα που έχει καθορίσει από παιδί τον Κάιλ, γιο συντηρητικής επαρχιακής οικογένειας Τεξανών – το λέει άλλωστε κι ο ίδιος σε μια σκηνή. Κι ο Ίστγουντ, αντί να μελετήσει το σχήμα σαν παρατηρητής, κάνει το «λάθος» να ευθυγραμμιστεί μ’ αυτό, να το προσαρμόσει στα γνωστά ρεπουμπλικανικά του φρονήματα.
Το μοτίβο του στρατιώτη που αρχίζει παραδόξως να νιώθει πολύ πιο οικείο το πεδίο της μάχης απ’ ότι το ίδιο του το σπιτικό έχει ενδιαφέρον, ούτε πρωτότυπο, όμως, είναι σε προσέγγιση, ούτε και επαρκώς ψωμωμένο (μπροστά στο φιλμ αυτό, το «The Hurt Locker» της Κάθριν Μπίγκελοου θυμίζει… ψυχαναλυτικό μανιφέστο).
Η δε αντικειμενικότητα πάει περίπατο ακόμα πιο μακριά, καθώς τα πάντα είναι ιδωμένα μέσα από το φονικό σκόπευτρο του Κάιλ, οι Ιρακινοί είναι απλά στόχοι προς εξόντωση και δεν υπάρχει ίχνος πρόθεσης να κατανοηθεί ο αντίπαλος (αντίθετα με το πολεμικό δίπτυχο του ίδιου του Ίστγουντ, «Σημαίες των προγόνων μας» και «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα», που αντιπαρέβαλλε τακτική και νοοτροπία και των δυο πλευρών.
Αλήθεια, γιατί δεν κάνει ο Ίστγουντ και μια συγγενική προς τούτη εδώ ταινία που να κοιτά τα πράγματα από την οπτική του αντίπαλου του Κάιλ Άραβα σνάιπερ; Και πότε επιτέλους θα δούμε μια ταινία που να κοιτά τον πόλεμο από τη μεριά των Ιρακινών;
Δοθέντων αυτών, στο πλαίσιο, μάλιστα, μιας αφήγησης που εστιάζει στο σύμπτωμα χωρίς ποτέ να αναφέρεται στο (πολιτικό) αίτιο, δεν μπορούμε παρά να «διαβάσουμε» τον «Ελεύθερο σκοπευτή» σαν μια προπαγάνδα του υποδειγματικού Αμερικανού πατριώτη ήρωα, τον οποίο, ως φαίνεται, ποτέ δε θα πάψουν οι ΗΠΑ να χρειάζονται.