Μπορεί το όνομα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη να το συνοδεύει ένα μειδίαμα που σχετίζεται με την καλλιτεχνική του υπόσταση, τα δημιουργικά του «δάνεια» και το lifestyle, αλλά αυτή τη φορά στο «Ενας Αλλος Κόσμος» παραδίδει μία ταινία (μόλις η δεύτερη), που είναι ικανή να κάμψει τις ισχυρότερες των αντιδράσεων. Πιθανότατα αν οι περισσότεροι αγνοούσαν το παρελθόν, θα υποδέχονταν την ταινία του σαφώς πιο καλοπροαίρετα. Από την άλλη, αυτό το όνομα δείχνει πως έχει εμπορικό αντίκρυσμα σε εθνική κλίμακα και εξασφαλίζει τα εχέγγυα (τεχνικά πρωτίστως, αλλά και δημιουργικά) για μία καλή, ελληνική, εμπορική ταινία, όπως είναι το «Ενας Αλλος Κόσμος».
Η ταινία ακολουθεί τρεις διαφορετικές ιστορίες έρωτα στη σύγχρονη Ελλάδα. Τρεις γενιές Ελλήνων ερωτεύονται ξένους, που βρίσκονται εδώ από ανάγκη, υποχρέωση ή επιλογή. Παράλληλα τρεις ξένοι ερωτεύονται από έναν Ελληνα. Μία νεαρή κοπέλα (Νίκη Βακάλη) θα αγαπήσει έναν συνομήλικό της Σύριο μετανάστη (Tawfeek Barhom) και θα έρθει αντιμέτωπη με τον φανατικό ακροδεξιό πατέρα της (Μηνάς Χατζησάββας), ένας πατέρας στα πρόθυρα του χωρισμού (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) θα ερωτευθεί τη Βορειο-Ευρωπαία καριερίστρια (Άντρεα Οσβάρτ) που βρίσκεται στην Ελλάδα με σκοπό την εξυγίανση της εταιρείας στην οποία εργάζεται και μία απογοητευμένη νοικοκυρά (Μαριά Καβογιάννη) θα ερωτευθεί έναν Γερμανό καθηγητή ιστορίας (Τζ.Κ.Σίμονς) που διαφοροποιείται από το γερμανικό στερεότυπο, του οικονομικού δυνάστη.
Με δεδομένη τη φόρα της προηγούμενης ταινίας του, ο Παπακαλιάτης θα μπορούσε να επιχειρήσει άλλη μία safe, συνταγογραφημένη ρομαντική κομεντί που θα δικαιωνόταν στα ταμεία, δίχως ρίσκο. Στο «Ενας Αλλος Κόσμος» εντάσσει τις ιστορίες του πλήρως στο σύγχρονο, κοινωνικό πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και αντιπαραβάλλει τον εξωτερικό αντιπερισπασμό με την εσωτερική (κι ανεξέλεγκτη) επιθυμία του έρωτα ως κοινό παρονομαστή. Το κοινωνικό παρόν του φασισμού δεν κρύβεται μέσα από β’ ρόλους ή δελτία ειδήσεων, αλλά έχει κεντρικό χαρακτήρα (και μία εξαιρετική ερμηνεία από τον πρόσφατα αδικοχαμένο Μηνά Χατζησάββα). Ο έρωτας μπορεί να φιλτράρει τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά δεν είναι απαραίτητο πως θα δώσει τις λύσεις ή happy end. Η ισοηλεκτρική γραμμή που ενώνει το πλύσιμο των πιάτων με τα ψώνια του σούπερ-μάρκετ και συνοψίζει δυστυχώς τη ζωή μιας νοικοκυράς, περιγράφει τις χαμένες ευκαιρίες κι απωθημένα μιας γενιάς.
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μελετά τα όρια που επιβάλλει ο κοινωνικός ρόλος και ταυτόχρονα ελπίζει πως ο ρομαντισμός μπορεί να τα υπερσκελίσει. Παράλληλα εμμένει σε μία κομψή γραφή που μπορεί να εκτοπίσει τον «Κόσμο» του. Η καλλιέπεια της σκηνοθεσίας δεν «μουτζουρώνεται» από την πραγματικότητα που περιγράφει. Για παράδειγμα η σκηνή της επίθεσης των ακροδεξιών ξεκινά με μία αχρείαστα χορογραφημένη έφοδο αυτοκινήτων ή η σκηνή των απολύσεων προσωπικού φέρει τη συγκινησιακή χειραγώγηση ενός βίντεο κλιπ. Η διάθεση να επικοινωνηθεί η ταινία σε ευρύ κοινό δημιουργεί εκπτώσεις και οι πλοκές, όπως και η εξέλιξή τους σε προϊδεάζουν για τη σεναριακή λύτρωση με τρόπο αυτονόητο.
Αναμφισβήτητα το «Ενας Αλλος Κόσμος» είναι τεχνικά άψογο. Οι ιστορίες αναπνέουν σε κινηματογραφικούς χρόνους και δεν εξαντλούνται στο τηλεοπτικό λαχάνιασμα. Υπάρχουν διακριτικές συνδέσεις στο σενάριο που τις ενώνουν εννοιολογικά, εξαιρετική φωτογραφία και ρυθμός και η κατάλληλη μουσική που τις διατρέχει ρομαντικά, κωμικά ή δραματικά. Αυτό που αναβαθμίζει όμως τον «Κόσμο» είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών του. Η Μαρία Καβογιάννη ελέγχει με ανυπόκριτη γνησιότητα το ρόλο της, προσφέρει κωμική ανάσα με σωστό χρονισμό, ξεσπά αφτιασίδωτη σε έναν σπουδαίο μονόλογο και στο φινάλε της ταινίας το βλέμμα της συγκεντρώνει την ουσία των τριών ιστοριών με τρόπο αξέχαστο. Ο βραβευμένος με όσκαρ για το «Χωρίς Μέτρο» Τζ.Κ.Σίμονς επιδεικνύει τον επαγγελματισμό του σε μία ήρεμη, τρυφερή ερμηνεία, ο νεαρός Tawfeek Barhom προσδίδει αυθεντικότητα, ο Μηνας Χατζησάββας είναι σαρωτικός και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μπολιάζει με την κατάλληλη αίσθηση του χιούμορ τον απελπισμένο ήρωά του.
Το «Ενας Αλλος Κόσμος» ισορροπεί το μελόδραμα και εξελίσσει τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Ξεχάστε για λίγο τους «Φρουρούς της Αχαϊας», τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες. Ξεχάστε «Αν» μπορείτε και την πρώτη (εμπορικότατη) κινηματογραφική του εξόρμηση το 2012 και δείτε το «Ενας Αλλος Κόσμος», με ένα άλλο μάτι.