Ο Λοράν Καντέ, σκηνοθέτης των αριστουργημάτων «Ελεύθερος Ωραρίου» και «Ανάμεσα στους Τοίχους», είναι ακόμα εδώ με το εμφατικά πολιτικό σινεμά στο οποίο μας έχει συνηθίσει. Η νέα του ταινία, το «Επιστροφή στην Ιθάκη», πραγματεύεται την επανασύνδεση πέντε κουβανών φίλων, μετά από πολλά χρόνια, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας όπου θα ξεκινήσουν να συζητούν τα ανώδυνα τυπικά μέχρι να φτάσουν στα επώδυνα ουσιαστικά, αποδομώντας (στην αρχή με το γάντι και εν συνεχεία βάναυσα) τόσο ο ένας τον άλλο, όσο και οι ίδιοι τους εαυτούς τους, τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, τις ελπίδες που διαψεύστηκαν, τα σχέδια που δεν ευοδώθηκαν, τις ζωές που με άλλες προοπτικές ξεκίνησαν και κάπου στην πορεία τελματώθηκαν αιφνίδια.
Θυμίζοντας κινηματογραφική επεξεργασία του βαρναλικού στίχου «αχ, πού σαι νιότη, που δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!», το φιλμ του Καντέ ξετυλίγεται ως σχοινοτενής διαλογική αναμέτρηση ανάμεσα σε ανθρώπους προδομένους (και εξ αυτού πικρόχολους), μοναχικούς, ισοπεδωμένους απ’ την ανελέητη επέλαση του χρόνου και την –ως συνήθως στυφή- εμπειρία που δεν αφήνει κανέναν χώρο για ουτοπίες οποιασδήποτε μορφής. Είναι, ταυτόχρονα, ο επικήδειος μιας φιλίας, μιας χώρας και μιας επανάστασης. Η κομουνιστική Κούβα παρουσιάζεται, μέσα από τις περιγραφές των ηρώων, με τα μελανά χρώματα μιας φυλακής, την οποία άλλοι ποθούν να εγκαταλείψουν κι άλλοι να επανακτήσουν, μήπως και βρουν σ’ αυτήν την χαμένη τους έμπνευση (όπως ο, για 16 χρόνια αυτοεξόριστος στην Ισπανία, συγγραφέας Αμαντέο). Υιοθετώντας απροκάλυπτα την δυτική οπτική πάνω στο εγχείρημα της Κούβας, ο Καντέ –παραδόξως- δεν εμφανίζεται καθόλου διαλεκτικός εδώ, πράγμα που θα μπορούσε κανείς να του καταλογίσει αν η ταινία του δεν ήταν τόσο ανθρώπινη στην ουσία της.
Ανεξάρτητα απ’ τις ενστάσεις που θα μπορούσε κανείς να προβάλει σε σχέση με την «άτεγκτη» ιδεολογική στάση του σκηνοθέτη (έχουμε να κάνουμε, βέβαια, με τις αναμνήσεις ατόμων που βίωσαν σκληρή ανελευθερία και καταστολή, που υπέφεραν ποικίλες στερήσεις και που δεν θα μπορούσαν να δουν τα πράγματα με την δική μας αποστασιοποιημένη και «εύκολα» αντικειμενική ματιά), η «Επιστροφή στην Ιθάκη», αφαιρούμενη απ’ το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, κατακτά μια βαθιά οικουμενικότητα σε σχέση με ακανθώδη υπαρξιακά ζητήματα όπως η αποτυχία, το ανεπίστρεπτο της νεότητας και η αναπόφευκτη αίσθηση του κενού και της εγκατάλειψης που –ανεξάρτητα απ’ τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες- ταλανίζουν το σύγχρονο υποκείμενο παντού.
Κι αυτό δεν θα γινόταν εφικτό αν δεν ήταν τόσο σπουδαίες οι κεντρικές ερμηνείες. Επωμιζόμενοι πλήρως το φορτίο της συναισθηματικής δυναμικής του φιλμ, οι καταπληκτικοί ηθοποιοί του Καντέ (και ειδικά ο –τίποτα λιγότερο από συγκλονιστικός- Νέστορ Χιμένεθ στον ρόλο-κλειδί του Αμαντέο), μετατρέπουν κάτι που θα μπορούσε εύκολα να εξελιχθεί σε ενενηντάλεπτη πληκτική στιχομυθία μεταξύ απογοητευμένων πενηντάρηδων, σε ένα συναρπαστικό λεκτικό θρίλερ που σε αρπάζει κατευθείαν απ’ τα μούτρα και δεν σε αφήνει μέχρι το τελευταίο λεπτό της ανατροπής. Είναι τέτοια η φυσικότητά τους, τόσο έντονη η ενέργεια που εκπέμπουν με κάθε τους κουβέντα, κάθε γκριμάτσα χαράς, θλίψης ή οργής που πολύ σύντομα η –ιδιωτικά ιστορική- περιπέτεια της σχέσης τους, γίνεται υπόθεση δική σου που σε αφορά και δεν μπορείς να εγκαταλείψεις συναισθηματικά μέχρι την τελική της έκβαση.
Η ενορχήστρωση αυτής της συζήτησης ως γλωσσικής μάχης, αποδεικνύει το τεράστιο σκηνοθετικό ταλέντο του Καντέ, παρόλο που κάποιοι ενδέχεται να ενοχληθούν απ’ την θεατρικής υφής στατικότητα του υλικού. Η κίνηση εδώ, όμως, είναι όλη εσωτερική κι ας λείπει η «δράση» με την παραδοσιακή έννοια. Όσοι προσπερνούν τέτοιες λεπτομέρειες κι επικεντρώνονται στην ουσία, δεν υπάρχει περίπτωση να βαρεθούν με την «Επιστροφή στην Ιθάκη», αντίθετα θα κρατούν την ανάσα τους μέχρι τη στιγμή της κάθαρσης που, εν είδη εξομολόγησης εκ βαθέων, τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους και λυτρώνει (;) λιγότερο αυτές τις βασανισμένες ψυχές και περισσότερο τη δική σου ως θεατή, με έναν τρόπο συνταρακτικό.