Ένα μείγμα προσωπικής ματαιοδοξίας, πνεύματος εξερεύνησης, ανάγκης της κατάκτησης του απάτητου και εσωτερικού, σχεδόν φροϊδικού ανταγωνισμού καλύπτει τις (για πολλούς) ακατανόητες αποστολές των ορειβατών στον υψηλότερο ορεινό όγκο της γης. Σε ένα μέρος στο οποίο “ο άνθρωπος δεν είναι κατασκευασμένος για να μπορεί να ζει”. Εκεί που τα σώματα κυριολεκτικά πεθαίνουν ώρα με την ώρα και το πολύτιμο οξυγόνο είναι τόσο λίγο που χρειάζεται να κουβαλάς μπουκάλες για να μπορείς να αντέξεις. Όπως είναι κατανοητό, η τραγωδία αργά η γρήγορα θα χτυπήσει την πόρτα, κάποιοι δεν θα υπομείνουν τις απάνθρωπες συνθήκες ή δεν θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν να αγγίξουν την κορυφή του πλανήτη.
Η ταινία του Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ επιχειρεί να εξιστορήσει μια τέτοια πραγματική τραγωδία, μια πάλη ίσως κόντρα στο ανέφικτο. Μια ιστορία στην οποία το παιχνίδι της φήμης, της επιτυχίας και σε τελική ανάλυση της ίδιας της επιβίωσης, παίζεται κυρίως με τους όρους της τύχης και λιγότερο με αυτούς της ικανότητας. Όμως, όταν οι απαραίτητοι για την εξέλιξη της πλοκής εκφοβισμοί, αλλά και οι μακρόπνοες επεξηγήσεις (για να γίνει ακόμη και στον πιο αδιάφορο θεατή κατανοητή η ριψοκινδυνότητα του εγχειρήματος) κοπάσουν, τότε αποκαλύπτεται η έλλειψη βάθους και η πολιτικώς ορθή αιτιολόγηση των κίνητρων των λαμπερών ομολογουμένως πρωταγωνιστών, που τους καθιστούν μονοδιάστατους, ίσως και τυποποιημένους. Η δε δραματική εστίαση διασπάται συνεχώς σε καμιά δεκαριά ξεχωριστούς χαρακτήρες που δεν έχουν προλάβει (ή δεν υπάρχει διάθεση) να αναπτυχθούν όσο έπρεπε και συνεπώς αυτό λειτουργεί εις βάρος της συναισθηματικής ανάμειξης του κοινού, κάτι τόσο σημαντικό σε ταινίες τέτοιου είδους.
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα (σε μια ίσως από τις πιο περιπετειώδεις ορειβατικές αποστολές, το Μάιο του 1996), το φιλμ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην τεχνική του αρτιότητα -οι εικόνες του θεόρατου βουνού, σε συνδυασμό με το επιδέξιο μοντάζ κόβουν την ανάσα- και στην υπονομευτική του αναποφασιστικότητα γύρω από το ποιος τελικά είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής: ο άνθρωπος ή η φύση. Το σενάριο (υπογεγραμμένο και από τον Σάιμον Μπόφοϊ, σεναριογράφο του παρόμοιου «127 Ωρες») προσπαθεί σημαντικά να αποφύγει τις δακρύβρεχτες παγίδες μιας κλασικής ταινίας καταστροφής, παρότι τελικά υποκύπτει στους απαράβατους κανόνες του genre. Τρεμάμενες γυναίκες περιμένουν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής καθώς οι μεσήλικες σύντροφοί τους συνωστίζονται στο ψηλότερο σημείο του κόσμου προσπαθώντας να αγγίξουν (ίσως γεμάτοι υπαρξιακή ανασφάλεια, ή ακόμη και με πρωτόγονο φόβο επίδοσης) την κατάκτηση του προσωπικού τους ονείρου.
Γίνεται πολύ γρήγορα κατανοητό, ότι η ταινία δεν επιθυμεί να ξεφύγει από την περπατημένη, να παραβεί τους κανόνες. Κάτι που θα μπορούσε σίγουρα να πετύχει (εξάλλου οι πρώτες ύλες υπάρχουν) εστιάζοντας περισσότερο στην ανάμειξη της τύχης και της δεξιότητας που συνοδεύουν πάντα τέτοιους είδους αποστολές. Στην αντίθεση των ατομικών προτεραιοτήτων που φέρνουν στο φως τα μεγάλα επιτεύγματα του ανθρώπου κόντρα στο αδύνατο. Στηρίζοντας την κινηματογραφική της οντότητα στους μοιραίους που τους καταπίνει το μαύρο, που χάνονται στην παγωμένη αγκαλιά της φύσης, που ξεκουράζονται ακίνητοι, στην ίδια θέση οπού έπεσαν, εκεί όπου ο ουρανός αρχίζει να αποκτά το απόκοσμο μαύρο χρώμα του σύμπαντος και η Γη φαντάζει τόσο μικρή και τόσο μακρινή.
Η Έμιλι Γουάτσον ενσαρκώνοντας τη συντονίστρια της όλης αποστολής κλέβει ερμηνευτικά την παράσταση προσπαθώντας να διαχειριστεί από απόσταση (βρίσκεται “παροπλισμένη” στον καταυλισμό, στους πρόποδες της κορυφής) το χάος που ξετυλίγεται μπροστά της. Πρόσωπο και φωνή συνθέτουν το πορτρέτο του επίπονα συγκρατημένου πανικού, με το φιλμ να αλλάζει αισθητά ταχύτητα όταν η ηθοποιός εμφανίζεται στην οθόνη. Οι υπόλοιποι ρόλοι μάλλον αναλώνονται σε ανούσια περάσματα από τη φιλμική σκηνή (με την ιστορία του Τζος Μπρόλιν να είναι κατεξοχήν η πιο ενδιαφέρουσα από όλες) ενώ ο ρόλος του σχεδόν πάντοτε εξαιρετικού Τζέικ Τζίλεγχαλ καταλήγει περίπλοκα περιφερειακός.
Εκτεθειμένο σε ένα αδιάκοπο exposition, μόνο και μόνο για να “χαρτογραφηθούν” εύληπτα τα όσα βλέπεις, το “Έβερεστ” δεν αποδίδει τον ενθουσιασμό της εικόνας και δεν συναρπάζει τόσο όσο θα ήθελες. Παρότι η κεντρική και αληθινή ιστορία φαντάζει ακαταμάχητη, το φιλμ μοιάζει τελικά να φτάνει κοπιαστικά στην κορυφή (κυρίως εξαιτίας της τεχνικής του επιδεξιότητας), χωρίς όμως να σου δίνει τη δυνατότητα να νιώσεις δέος απολαμβάνοντας την επιβλητική θεά που απλώνεται ολόγυρά σου.