Γκοντάρ, Αγάπη μου

Ο σκηνοθέτης του «The Artist», Μισέλ Χαζαναβίσιους, επανακάμπτει μετά το κάζο του «The Search» σκιαγραφώντας εδώ ανατρεπτικά, αποδομητικά αλλά και με συνέπεια το εκρηκτικό προφίλ του τρομερού παιδιού του γαλλικού Νέου Κύματος, Ζαν Λικ Γκοντάρ.

Elle 06 Ιουν. 18
Γκοντάρ, Αγάπη μου

Για πολλούς σινεφίλ εκεί έξω ο λόγος του Γκοντάρ εξακολουθεί να ισοδυναμεί με ευαγγέλιο. Όσο όμως κι αν ο πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ δεν είδε εξαρχής με καλό μάτι το φιλμ του Χαζαναβίσιους προεξοφλώντας πως πρόκειται για «μια ηλίθια ιδέα», οι εντυπώσεις μας οφείλουμε να πούμε πως δε συμφωνούν με τον αφορισμό. Το «Redoubtable» πιάνει το νήμα της πορείας του Γκοντάρ κατά τη διετία ‘67-’69, ακολουθώντας τον κυρίως μέσα απ’ τις διακυμάνσεις της σχέσης του με την Αν Βιαζέμσκι (πρωταγωνίστριά του στην «Κινέζα»), την εμπλοκή του με τα γεγονότα του γαλλικού Μάη και την πολιτικά φορτισμένη διαδρομή του μέσα απ’ τη συμμετοχή στην «ομάδα Τζίγκα Βερτόφ». Στον πρωταγωνιστικό συναντάμε τον Λουί Γκαρέλ με μια μεταμόρφωση που τον κάνει να μοιάζει πολύ στον Γκοντάρ, ενώ πλάι του βρίσκουμε τη Στέισι Μάρτιν του «Nymphomaniac».

Απ’ την πρώτη στιγμή που ανακοίνωσε το «Γκοντάρ, Αγάπη Μου», φάνηκε πως ο Χαζαναβίσιους είχε να διαβεί ναρκοπέδιο, ιδίως μετά την ηχηρή αποτυχία του «The Search» που τον είχε προσγειώσει απότομα απ’ τον οσκαρικό θρίαμβο του «The Artist». Πώς γίνεται άλλωστε να γυρίσεις ταινία για έναν ζωντανό θρύλο του σινεμά, αποφεύγοντας τον σκόπελο της αγιογραφίας αλλά και την ομολογουμένως βαρετή αφηγηματική πεπατημένη των περισσότερων βιογραφιών, χωρίς να αρχίσεις να γκονταρίζεις σκηνοθετικά χωρίς έλεος; Η απάντηση κρύβεται σε μια αρκετά ισορροπημένη προσέγγιση, η οποία προτάσσει το καλοπροαίρετο χιούμορ και την αποδόμηση, γεγονός που ας μην ξεχνάμε πως εκκινεί απ’ τα λόγια του ίδιου Γκοντάρ: «ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει πεθάνει ως τα 35». Λόγια που εδώ εμφανίζεται να λέει στην Βιαζέμσκι ενώ έχει ήδη πατήσει τα 37.

Ο Χαζαναβίσιους σκιαγραφεί τον εμβληματικό του συνάδελφο ανθρώπινα και με συγκατάβαση ως προς την εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία. Για αυτόν, ο Γκοντάρ είναι ένας πεισματάρης, προφανώς δύστροπος, και σταθερά ανήσυχος καλλιτέχνης που μονίμως τρώγεται με τα ρούχα του. Για την ακρίβεια, είναι εκείνος ο νευρωτικός επαναστάτης που υποφέρει εξαιτίας της εμμονικής πεποίθησης πως την επαύριο κιόλας της επανάστασης θα γίνει νομοτελειακά καθεστωτικός. Βαθιά συμπλεγματικός ως προς τις μπουρζουά καταβολές του και ζηλιάρης απέναντι στη σύζυγό του, ο Γκοντάρ του Χαζαναβίσιους βλέπει τον κόσμο στο δρόμο να τον ρωτά επίμονα πότε θα ξανακάνει ταινία σαν το «Με Κομμένη την Ανάσα», τη στιγμή που θεωρεί τις παλιές ταινίες του σκουπίδια και το σινεμά πεθαμένο.

Για τον Χαζαναβίσιους, ο Γκοντάρ είναι εκείνος ο νευρωτικός επαναστάτης που υποφέρει εξαιτίας της εμμονικής πεποίθησης πως την επαύριο κιόλας της επανάστασης θα γίνει νομοτελειακά καθεστωτικός.

Σημαντικές στιγμές της φιλμογραφίας του Γκοντάρ τρυπώνουν συνεχώς εδώ: τα χαρακτηριστικά προφίλ και ανφάς κοντινά πλάνα στους πρωταγωνιστές του, τα εξομολογητικά voice over και το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου είναι μερικά μόνο απ’ τα διαρκή κλεισίματα του ματιού που το επονομαζόμενο τρομερό παιδί του γαλλικού Νέου Κύματος επιστράτευε σε ταινίες όπως τα «Ζούσε τη Ζωή της», «Αρσενικό Θηλυκό» και «2 ή 3 Πράγματα που Ξέρω για Αυτήν». Την ίδια στιγμή όμως που σου δίνει την εντύπωση ότι ρέπει στην ασφάλεια της μίμησης, ο Χαζαναβίσιους φροντίζει να το αναιρέσει, αποδομώντας την όποια σοβαροφάνεια ή μεγαλομανία του εγχειρήματός του με συνεχείς δόσεις meta χιούμορ.

Έτσι, βάζει τον πολύ καλό Γκαρέλ να αυτοσαρκάζεται απολαυστικά, λέγοντας «δεν είμαι ο Γκοντάρ αλλά ένας ηθοποιός που τον παριστάνει, και μάλιστα όχι ιδιαίτερα καλός», ενώ λίγο αργότερα θα τον βάλει να σχολιάσει σκωπτικά πως κανείς δε μπορεί να ασχολείται με φεστιβάλ την ώρα ο κόσμος είναι σε αναβρασμό, αναφερόμενος φυσικά τόσο στο επεισοδιακό φεστιβάλ Καννών του ‘68 που ματαίωσαν οι μαζικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία, όσο και στο σήμερα. 

Ο ιδιαίτερα αλέγρος χαρακτήρας του «Γκοντάρ, Αγάπη Μου» και η καλοπροαίρετη, ντόμπρα ματιά του απέναντι σε έναν άνθρωπο που – όπως και να το κάνουμε – άλλαξε τη γλώσσα του σύγχρονου σινεμά, πιθανώς να ξινίσει στους σκληροπυρηνικούς «γκονταρικούς». Όμως αυτό δεν αποτελεί σοβαρό κριτήριο για μία ταινία η οποία βγάζει συνεχώς ιδέες προκειμένου να σταθεί ως ένα πορτρέτο εφάμιλλο της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου που θέτει εντός κάδρου.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: