Στο κοντινό μέλλον, μια απρόσωπη πολυεθνική εταιρία που εκφράζει τη διαφθορά του μέλλοντος, διαχειρίζεται το νερό και το παρέχει στους αγανακτισμένους κατοίκους του Λος Άντζελες με τον τρόπο που θέλει. Μοιραία ξεσπούν ταραχές, όμως η εταιρία έχει συνάψει συμφωνία με τις αρχές να χρησιμοποιεί ιδιωτικό στρατό ενάντια σε όποιον διαμαρτύρεται. Οι ταραχές γενικεύονται (νερό είναι αυτό άλλωστε) και ένα από τα λίγα μέρη της πόλης που δεν επηρεάζονται είναι το Hotel Artemis, μια επένδυση ενός μεγαλομαφιόζου, ένα members-only αδιαπέραστο, για τους έξω των τειχών του, ξενοδοχείο.
Η Τζόντι Φόστερ διευθύνει το μέρος με αξιοθαύμαστη πειθαρχία και κυνισμό αν και στην πορεία μαθαίνουμε πως η ίδια δεν ήταν πάντα έτσι. Εξαπολύει ατάκες δεξιά και αριστερά, είναι αμείλικτη με όποιον δε τηρεί τους κανόνες και γενικά συνθέτει μια κόμικ φιγούρα που θα πρωταγωνιστήσει στις περιπέτειες μιας άγριας βραδιάς. Όσο προσπαθεί όμως να κρατήσει όρθιο το ξενοδοχείο της, είναι αδύνατο να κάνει κάτι αντίστοιχο με την ταινία, που από νωρίς μετατρέπεται σε μια χαοτική σύνθεση χαρακτήρων όπου ο καθένας κουβαλά τη δική του ιστορία, όχι απαραίτητα σχετιζόμενη με όσα γίνονται. Ο στόχος είναι να μπει στο μυαλό του θεατή η σώζων εαυτόν σωθήτω νοοτροπία όσων βρίσκονται στο κτίριο, όμως αυτό γίνεται χωρίς κάποιο σχέδιο με το φιλμ να είναι άλλοτε κωμικό, άλλοτε σοβαροφανής περιπέτεια (ειδικά στις σκηνές της Σοφία Μπουτέλα), άλλοτε να τείνει προς το νουάρ με κωμικοτραγικές συνέπειες, καταλήγοντας σε ένα βεβιασμένο ηθικολογικό φινάλε.
Το χειρότερο όμως για το «Hotel Artemis», όπως και για πολλές αντίστοιχες ταινίες του είδους τελευταία, είναι πως μοιάζει τεχνικά και ιδεολογικά με μια δουλειά του ποδαριού. Οι εσωτερικοί χώροι διακοσμούνται χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, με συγκεκριμένα αντικείμενα να παίζουν το ρόλο του κράχτη, η μουσική του Μαρτίνεζ περνάει απαρατήρητη, τα χρώματα δεν εκφράζουν ακριβώς συναισθήματα (θετικά ή αρνητικά) και το περιεχόμενο παραδίδεται στον εξυπνακισμό και τη γοητεία της μιας ατάκας. Η ταινία δεν είναι ούτε σοβαρά μελλοντολογική, ούτε ένα b-movie που θα περνούσαμε την ώρα μας, είναι κάτι ενδιάμεσο και αδιευκρίνιστο, δείγμα πως χτίστηκε σχεδόν χωρίς θεμέλια.