ΤΗΕ CURIOUS CASE OF BENJAMIN BUTTON / ΣΕΝΑΡΙΟ Ερικ Ροθ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ Μπραντ Πιτ, Κέιτ Μπλάνσετ, Τίλντα Σουίντον, Τζούλια Ορμοντ ΔΙΑΡΚΕΙΑ 166 ΔΙΑΝΟΜΗ VILLAGE FILMS
Αν η αξία μιας ταινίας μετριόταν σε δάκρυα, τότε η καινούρια ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ θα έπρεπε να καταχωρηθεί ως ένα αριστούργημα. Μισή ώρα πριν το τέλος μιας πληθωρικής αφήγησης στην οποία ένας ανορθόδοξος ήρωας βιώνει με τον δικό του τρόπο -ενός παρείσακτου και περιθωριακού- το μεγάλο μυστήριο που είναι η ζωή, ο έρωτας κι ο θάνατος, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Επειδή όμως η συγκίνηση αποτελούσε πάντοτε μια εξαιρετικά λεπτή και συνήθως ύποπτη υπόθεση στο σινεμά προσπάθησα, αφού τα μάτια στέγνωσαν, να καταλάβω γιατί στάθηκε αδύνατο να αντισταθώ στη δακρυγόνο ταινία του Φίντσερ.
Προϊόν λιγότερο κάποιου προμελετημένου εκβιασμού (όπως είθισται να συμβαίνει), η φόρτιση που προκαλεί το φιλμ απορρέει από μια διογκούμενη μελαγχολία που ο σκηνοθέτης εφαρμόζει μεθοδικά στο κοινό. Στηριγμένος στον επικό σκελετό του «Φόρεστ Γκαμπ» που του χάρισε ένα Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου το 1995, ο Ερικ Ροθ εμπνέεται από ένα διήγημα εννέα χιλιάδων λέξεων του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ μια διήγηση που ισορροπεί, όχι πάντα επιτυχώς, ανάμεσα στον συναισθηματισμό και την ευφυϊα. Περισσότερο ένας περιπετειώδης σκηνοθέτης, παρά ο τελειομανής τεχνίτης που χαρακτηρίζουν πολλοί, ο Φίντσερ παίρνει ένα συγγραφικό υλικό που ρίχνει συχνές ματίες προς το μελοδραματικό και του προσδίδει αναπάντεχες διαστάσεις. Αντιμετωπίζοντας ακόμη και τις πιο προφανείς κακοτοπιές της πένας του Ροθ (η πολυιδωμένη φλας μπακ λογική που ξεδιπλώνει την πλοκή, το ειδύλλιο που φλερτάρει, σε σημεία, με τον κόσμο των Αρλεκιν), ο οραματιστής δημιουργός του «Seven» και του «Ζodiac» διατηρεί ακριβώς την ψύχραιμη απόσταση που πρέπει, προκειμένου να αποφύγει την κοινοτοπία.
Διαπερνώντας τακτικά την αφήγηση με μικρές δόσεις τρέλας (όπως η σύντομη υποπλοκή του τυφλού ρολογά ή το περιστατικό του κεραυνοβολημένου άντρα)και πλαισιώνοντας τα πάντα με έναν αξιοθαύμαστο έλεγχο των τεχνικών μέσων, ο Φίντσερ εξουδετερώνει την πιο συμβατική φύση του υλικού του. Η αναιμική ρομαντική ιστορία αποκτά μεταφυσικό αέρα, η σχεδόν ανέκφραστη περιήγηση του ήρωα πραγματοποιεί θαυμαστές στάσεις στο εκκεντρικό, ενώ ένα οσκαρικής συνταγής σενάριο εμπλουτίζεται με ευπρόσδεκτα ιδιότροπες συμπεριφορές.
Αυτές οι ευεργετικές κινήσεις μετατρέπουν τον «Μπάτον» σε μια ιδιοσυγκρασιακή μελέτη της ανθρώπινης φύσης, έναν απλό μα ουσιώδη προβληματισμό πάνω στην προσωρινότητα των πάντων σε αυτή τη ζωή και σε μια άκρως μεταδοτική δήλωση πίστης στην ψευδαισθησιακή δύναμη της αγάπης να νικά το μάταιο και το ατελέσφορο. Αναπτύσσοντας υπόγεια έναν ολόκληρο στοχασμό πάνω στην θνητότητα και στην ανελέητη ύπαρξη και εφαρμογή του χρόνου, ο Φίντσερ απογειώνει το φιλμ του στη σφαίρα του ξεκάθαρα συγκινητικού. Κάπου εκεί βούλιαξα κι εγώ στην καρέκλα μου, μέσα στο παρήγορο σκοτάδι της αίθουσας, αναγνωρίζοντας πίσω από ακράτητα δάκρυα ότι, μερικές φορές, ακόμη και μια ταινία ατελής μπορεί να σου διδάξει την τέχνη της πλήρους και άνευ όρων παράδοσης στη σαγήνη του κινηματογράφου. Αρκεί να το πιστεύει και η ίδια.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ