Ο Τζοβάνι ζει στο Μιλάνο, όπου εργάζεται σε ένα εργοστάσιο ως οξυγονοκολλητής. Η εταιρεία του, του προσφέρει καλύτερο μισθό και προαγωγή εαν πάει για δεκαοχτώ μήνες να δουλέψει σε ένα καινούργιο εργοστάσιο στη Σικελία. Ο Τζοβάνι δέχεται, όμως αυτή του η απόφαση δεν βρίσκει σύμφωνη την αρραβωνιαστικιά του, τη Λιλιάνα.
Η σχέση τους έχει ήδη προβλήματα, σχεδόν δε μιλούν μεταξύ τους, και το μέλλον προβλέπεται αβέβαιο. Στο Μιλάνο κάνουν καμιά φορά βόλτα με τη μοτοσυκλέτα του Τζοβάνι, αλλά συνήθως συναντιούνται σε μία αίθουσα χορού, όπου ο Τζοβάνι χορεύει και με άλλες γυναίκες, κάτω από το πικραμένο βλέμμα της αρραβωνιαστικιάς του.
Φτάνοντας στη Σικελία, ο Τζοβάνι προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούργιο, και πολύ διαφορετικό από αυτό που ήξερε, περιβάλλον. Στην αρχή ζει σε ένα ξενοδοχείο και τον παρακολουθούμε να πηγαίνει στη δουλειά του, να περπατάει στην πόλη, μόνος και σιωπηλός. Βρίσκει ένα δωμάτιο να μείνει, μετέχει σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις, αρχίζει να μιλάει λίγο με τους ανθρώπους και, σιγά-σιγά, αρχίζει να σκέφτεται και τη σχέση του με τη Λιλιάνα.
Συνειδητοποιεί ότι την έχει πικράνει με τις παροδικές απιστίες του. Μια δειλή, στην αρχή, αλληλογραφία αρχίζει μεταξύ τους. Μια κάρτα, λίγα λόγια και, σταδιακά, όλο και περισσότερα και πιο συχνά γράμματα. Φαίνεται σαν όσα δεν μπορούσαν να πουν όταν ήταν μαζί, βρίσκουν τώρα τον τρόπο να τα εκφράσουν μέσα από τις γραπτές λέξεις. Η αγάπη τους ζωντανεύει και το μέλλον δεν είναι πια αβέβαιο. Τώρα μπορούν να χαμογελούν και να ελπίζουν.