Η Ασυμβίβαστη

Η Γιάσμινε Τρίνκα αποδεικνύεται δύναμη της φύσης στο κραυγαλέο δράμα κοινωνικού ρεαλισμού του Σέρτζιο Καστελίτο, το οποίο ξεφουσκώνει γρήγορα και οδηγείται ολοταχώς σε ανεπιτυχείς συνειρμούς, ακατάστατες υποπλοκές και πρακτικές σαπουνόπερας.

Elle 22 Απρ. 18
Η Ασυμβίβαστη

Υπάρχει μια μικρή σκηνή στην «Ασυμβίβαστη», το δράμα εργατικής τάξης του Ιταλού ηθοποιού-σκηνοθέτη Σέρτζιο Καστελίτο που έκανε πρεμιέρα στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του περσινού Φεστιβάλ των Καννών, στην οποία η ηλικιωμένη – και πρώην διάσημη ηθοποιός- μητέρα του καρδιακού φίλου της πρωταγωνίστριας, μουρμουρίζει ακατάληπτα φράσεις από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, υπό τους σπαρακτικούς ήχους της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη και της τρεμάμενης φωνής της Μελίνας Μερκούρη στη «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν. Παρότι ακούγεται μεροληπτικό, ίσως ουσιαστικά να είναι και η μοναδική στιγμή στην οποία, αυτό το παραψημένο και υπερφίαλο φιλμ, κατορθώνει να εκφράσει λιτά και αποτελεσματικά τα ποδοπατημένα όνειρα και τη χαμένη αξιοπρέπεια των χαρακτήρων που ζουν δίπλα στα επιβλητικά αρχαία υδραγωγεία των υποβαθμισμένων προαστίων της αιώνιας πόλης. Μιας πόλης που μοιάζει να αναπολεί τη χαμένη της δόξα μέσα στην αποπνικτική ζέστη του Αυγούστου, τη στιγμή που στα στενά και αφρόντιστα διαμερίσματά της διαδραματίζονται μικρές (η μεγάλες) τραγωδίες καθημερινότητας, όπως αυτή της πρωταγωνίστριας της ιστορίας.

Ο Καστελίτο, ειρωνικά προφανώς, βαφτίζει την ταινία με το όνομα της κεντρικής του πρωταγωνίστριας (στα ελληνικά μεταφράζεται ως «τυχερή») και μαζί με τη γυναίκα του (και γνωστή, επί ιταλικού εδάφους, σεναριογράφο) Μάργκαρετ Ματσαντίνι συνυπογράφουν την ιστορία μιας νεαρής χωρισμένης μητέρας που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα δουλεύοντας ως κατ’ οίκον  κομμώτρια, έχοντας παράλληλα ως μοναδικό της όνειρο να ανοίξει το δικό της κομμωτήριο μαζί με τον παιδικό της φίλο, τον βαριά διπολικό και εθισμένο σε φάρμακα Τσικάνο, του οποίου η μητέρα πάσχει από χρόνια άνοια. Η πάντοτε αξιόλογη Γιάσμινε Τρίνκα ερμηνεύει με νευρώδη αποφασιστικότητα, θράσος και παρηκμασμένο ερωτικό μαγνητισμό την αεικίνητη πρωταγωνίστρια η οποία, εκτός από την παντός είδους ταπείνωση και κακοποίηση από τον πρώην σύζυγό της, έχει να αντιμετωπίσει και την αντιδραστική συμπεριφορά της οχτάχρονης κόρης της, στην οποία το δικαστήριο επιβάλει συνεδρίες με παιδοψυχολόγο.

Η νικήτρια του βραβείου ερμηνείας του πάντοτε ενδιαφέροντος τμήματος των Καννών είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να εντοπίσεις στο τσαπατσούλικα γραμμένο και συμβατικά σκηνοθετημένο αυτό φιλμ, αφού οι υπόλοιπο χαρακτήρες, από τον Αλεσάντρο Μπόργκι, που απαθανατίζεται ως ο πιο φωτογενής ναρκομανής που έχεις δει ποτέ σου, έως την εγκληματικά υποχρησιμοποιημένη «εικόνα» του γερμανικού σινεμά Χάνα Σιγκούλα, παρουσιάζονται τόσο επίπεδοι, ώστε φτάνεις σε σημείο να αδιαφορείς για τις παράλληλες ιστορίες στις οποίες εμπλέκονται. Τα πρωτεία, ωστόσο, κατέχει ο Στέφανο Ακόρσι, διεκδικώντας το βραβείο του πιο ρηχού και αντιεπαγγελματία παιδοψυχολόγου που έχεις συναντήσει ποτέ στη μεγάλη οθόνη. H θυελλώδης ερωτική του σχέση με τη Φορτουνάτα, τοποθετημένη κάπου στα μισά της ταινίας, σηματοδοτεί και τον οριστικό εκτροχιασμό της προς τη σαπουνόπερα.

Από εκεί και πέρα -έχοντας ξεκάθαρα ξεμείνει από ιδέες- η πλοκή αποτυπώνεται σε διαφημιστικού τύπου δακρύβρεχτες σεκάνς, πλαισιωμένες από (κινηματογραφικά) υπερχρησιμοποιημένα τραγούδια που εντείνουν έναν ήδη πομπώδη συναισθηματισμό, αφήνοντας παράλληλα την αίσθηση ότι τελικά το φιλμ δεν έχει να πει τίποτε παραπάνω. Εκτός αυτού, στην προσπάθειά του να τοποθετήσει την αφήγηση σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, ο Καστελίτο μοιάζει να προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό επιθυμεί. Κάνοντας το ολέθριο λάθος να αποτυπώσει την ιταλική πρωτεύουσα σχεδόν κατακλυσμένη από μετανάστες, σε αφήνει τελικά να αναρωτιέσαι εάν ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση στην ομορφιά της διαφορετικότητας (γνωρίζοντάς τη γενικότερη κοινωνική στάση του, καταλαβαίνεις ότι σίγουρα είναι αυτές οι προθέσεις του) ή απλά ανησυχεί για τις ορδές των ξένων που διώχνουν τους γηγενείς μακριά από το δοξασμένο παρελθόν τους.

Είναι λίγες λοιπόν οι στιγμές στις οποίες η «Ασυμβίβαστη» κατορθώνει να μαγνητίσει, και αυτές οφείλονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ακατέργαστη ορμή και τον άδολο αισθησιασμό που αναδίδει η περφόρμανς της Τρίνκα. Κι αυτές όμως μοιάζουν να χάνονται μέσα σε επιτηδευμένες μεγαλοστομίες και βεβιασμένους παραλληλισμούς με χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας. Έτσι, αντανακλώντας μάλλον ακούσια την ειρωνική διάσταση του τίτλου του, το φιλμ του Καστελίτο δείχνει τελικά να έχει ανάγκη από κάτι περισσότερο από μονάχα τύχη.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: