Η Γέφυρα των Κατασκόπων

Ένας δικηγόρος της Νέας Υόρκης αναγκάζεται να υπερασπιστεί Σοβιετικό κατάσκοπο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ επιστρέφει με το συναρπαστικό σκηνοθετικό συντακτικό του και τοποθετεί τον Τομ Χανκς στις γκρίζες ζώνες που ορίζουν η ακεραιότητα και η ιδεολογία.

Elle 18 Νοε. 15
Η Γέφυρα των Κατασκόπων

Στην πρώτη σκηνή της «Γέφυρας των Κατασκόπων», βλέπουμε τον αντικατοπτρισμό του Σοβιετικού κατάσκοπου Ρούντολφ Ειμπελ (Μαρκ Ράιλανς), στη συνέχεια τον ίδιο και έπειτα την αυτοπροσωπογραφία που φιλοτεχνεί. Το είδωλο, ο εαυτός και η απεικόνιση. Τι από τα τρία περιλαμβάνει την αλήθεια; Όλα είναι θέμα αντίληψης.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, όταν ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ξεκινήσει να θερμαίνεται και με τις σχέσεις των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ένωσης οξυμένες, το FBI συλλαμβάνει τον Ρούντολφ Ειμπελ με την κατηγορία του πράκτορα. Ο Τζέιμς Ντόνοβαν (Τομ Χανκς), ένας ανεξάρτητος δικηγόρος που ειδικεύεται στα ασφαλιστικά, αναλαμβάνει την υπεράσπισή του επιδιώκοντας να εξασφαλίσει μία δίκαιη δίκη. Και αυτό είναι μόνο η αρχή.

Σχετικά σύντομα ο Φράνσις Γκάρι Πάουερς (Όστιν Στόουελ), εκπαιδευόμενος πιλότος των Η.Π.Α., θα πιαστεί αιχμάλωτος σε σοβιετικό έδαφος και οι δυο υπερδυνάμεις θα προχωρήσουν αμφότερες σε μία διαπραγμάτευση ανταλλαγής των δυο κατασκόπων. Ο Ντόνοβαν υποχρεώνεται απρόθυμα τη διαπραγμάτευση και η ταινία μεταφέρεται στο διόλου ουδέτερο έδαφος του Βερολίνου, τον καιρό που χτίζεται το Τείχος.

Βασισμένη σε ένα απίστευτο ιστορικό γεγονός, η «Γέφυρα των Κατασκόπων» δίνει την ευκαιρία στον Σπίλμπεργκ να αποδείξει για άλλη μία φορά τη δεινή αφηγηματική τεχνική του. Παράλληλα πληρεί όλα τα εχέγγυα μιας υποδόριας σινεφιλικής απεύθυνσης στο σινεμά του Φρανκ Κάπρα, στον εξπρεσσιονισμό του «Τρίτου Ανθρώπου» του Κάρολ Ριντ και στην κινηματογραφική ακεραιότητα χαρακτήρων όπως ο Ατικους Φιντς («Σκιές και Σιωπή»).

…η «Γέφυρα των Κατασκόπων» είναι μία σινεφιλική σπουδή του Σπίλμπεργκ στον κινηματογράφο που αγαπά να βλέπει. Και να βλέπουμε.

Η πρώτη σκηνή της σύλληψης του Ειμπελ, υπαγορεύεται από το μοντάζ, τις εικόνες της Νέας Υόρκης και τους ήχους μιας πόλης-χωνευτήρι, απουσία διαλόγου. Μπορεί οι λέξεις να αποδεικνύονται σημαντικές στη συνέχεια, αλλά εδώ είναι περιττές. Το «φαίνεσθαι» ορίζει επαρκώς τα κίνητρα. Υπάρχει μία χαρακτηριστική επωδός στην ταινία, που επαναλαμβάνεται συχνά. Κάθε φορά που ο Ντόνοβαν ζητά από τον Ειμπελ να υπερασπιστεί τον εαυτό του παίρνει την εξής απάντηση: «Θα βοηθούσε;». Είπαμε, όλα είναι θέμα αντίληψης. Δική του και δικής τους. Και η τότε συγκυρία προφανώς δεν ευνοούσε αλλαγές ή μάλλον «κωλοτούμπες». Ο καρατερίστας Μαρκ Ράιλανς («Σαρκική Εξάρτηση») φανερώνει μία σαρδόνια, υφέρπουσα γοητεία στο ρόλο του. Ο Ειμπελ του παραμένει ηθικά ακέραιος στην αποδοχή του ρόλου και της ευθύνης του δίχως ίχνος μεμψιμοιρίας. Κάτι περισσότερο από ένα στιγματισμένο κομμουνιστή που συλλαμβάνεται στις Η.Π.Α. και σίγουρα μία από τις πιο αξιόλογες ερμηνείες β’ αντρικού ρόλου της χρονιάς.

Σε πλήρη αντιστοιχία στέκει ο χαρακτήρας του Ντόνοβαν που άγεται από την αίσθηση δικαίου και πιστεύει σε ένα σύστημα που ξεπερνά την πολιτική και κοινωνική πρακτική. Ο Τομ Χανκς, ένας σύγχρονος Τζέιμς Στιούαρτ, υποδύεται με θαυμάσιο μέτρο τον άνθρωπο που γίνεται φίλος με τον εχθρό και διατηρεί καθόλη τη διάρκεια της ταινίας μια αξιόπιστη θέση στη γκρίζα ζώνη που προσδιορίζουν τα δυο άκρα. «Όλοι θα με μισήσουν, αλλά τουλάχιστον θα χάσω» είναι η απάντησή του στην τρομοκρατημένη οικογένειά του. Και η τρομοκρατία της κραταιάς αντίληψης είναι έντονη στη «Γέφυρα των Κατασκόπων». Σε μία μακαρθική παράνοια που εμποτίζει τα βλέμματα συγγενών, συμπολιτών και τροφοδοτεί υπαλλήλους της CIA, το σενάριο αντιπροτείνει το σαρκασμό και κάπου εδώ αναδεικνύεται η συμμετοχή των αδελφών Κοέν.

Ο Ματ Τσάρμαν, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, είναι υπεύθυνος για το πρωτότυπο σενάριο της «Γέφυρας των Κατασκόπων» μαζί με τους Τζόελ και Ιθαν Κοέν. Η θεατρική εμπειρία του πρώτου διευκολύνει τη δομή της ιστορίας, αλλά η ατακαδόρικη ευγλωττία των δεύτερων είναι που δίνει ροή. Παρά τη σοβαρότητα της ιστορικής καταγραφής, η «Γέφυρα» βρίσκει μία ιδιόμορφη φωνή, τους κατάλληλους κωμικούς τόνους και τη λεπτή ειρωνεία να σχολιάσει τον παραλογισμό.

Με τους μόνιμους συνεργάτες του Γιάνους Καμίνσκι και Μάικλ Καν στη φωτογραφία και το μοντάζ, ο Σπίλμπεργκ διατρέχει το δικαστικό δράμα και το πολιτικό θρίλερ με ρυθμό που δεν εκτοπίζει τις αλλαγές τις ιστορίας και με αποχρωματισμένη παλέτα που υπογραμμίζει το μονοδιάστατο ιστορικό παρόν της ταινίας. Μοναδική αλλαγή στη συνήθεια, η συνεργασία του με τον Τόμας Νιούμαν στη μουσική, η οποία παραμένει απούσα σχεδόν στο πρώτο μισό της ταινίας και έπειτα συνοδεύει με χαρακτήρα Τζον Γουίλιαμς το σασπένς.

Δίχως την ευθύνη μίας κατ’ ανάγκη εμπορικής επιτυχίας, ο Σπίλμπεργκ αφηγείται μία ψυχρο-πολεμική ιστορία με χαρακτηριστική άνεση. Πιστός στη θεματική της «Λίστας του Σίντλερ» πως κάθε ανθρώπινη ζωή μετρά, στην εκ των υστέρων αξιολόγηση και απεικόνιση της αποδοχής σε έναν χαρακτήρα-σύμβολο και συνεχίζοντας το όψιμο ενδιαφέρον της τελευταίας δεκαετίας για τη γοητεία της πατρικής φιγούρας (κάτι που κορυφώθηκε στο «Λίνκολν»), η «Γέφυρα των Κατασκόπων» είναι μία σινεφιλική σπουδή του Σπίλμπεργκ στον κινηματογράφο που αγαπά να βλέπει. Και να βλέπουμε. Είναι θέμα αντίληψης.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT