Τα χιουμοριστικά στιγμιότυπα, διακοσμούν μια πλοκή σχεδόν αστυνομική αλλά εξ’ ίσου ξεκαρδιστική, αφού όλα γυρίζουν από την σοβαροφάνεια στη φάρσα, σε μια ταινία που σε τελευταία ανάλυση φωτογραφίζει παραμορφωτικά την ανεκδιήγητη πραγματικότητα που ζούμε, σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ του πλαστού και του γνήσιου, είναι κάτι περισσότερο από δυσδιάκριτα.
Είναι η κόρη του Ρέμπραντ αυτή που εικονίζεται στον σπάνιο πίνακα που έχει στην κρυφή του συλλογή ένας μεγαλοαστός; Και όντως ο Ρέμπραντ που τον φιλοτέχνησε;
Δε θα μάθουμε ποτέ, κι ούτε ενδιαφέρει τον ακούραστο Νίκο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος χρησιμοποιεί το μυστήριο –και την πολυτελή δεξίωση που οργανώνει ο συλλέκτης στην έπαυλή του- μονάχα ως πρόσχημα για να καυτηριάσει τη μεγαλοαστική υποκρισία και να παραθέσει, δια στόματος των ποικίλλων προσκεκλημένων, τις σκέψεις του πάνω στη σχετικότητα της έννοιας του έργου τέχνης, τη μάχη των φύλων, τη γελοιότητα του πρωτοκόλλου, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις στο στενότερο δικό μας ευρωπαϊκό τερέν.
Σάτιρα δοκιμιογραφικού τύπου, αναγνωρίσιμα παναγιωτοπουλική (το φιλμ είναι αφιερωμένο στους αδελφούς Μαρξ και τον Μπουνιουέλ, αν και στιλιστικά πιο εμφανείς είναι οι επιρροές από Γκοντάρ, Ρενέ και Τριφό) και ενίοτε εύστοχη στο λεκτικό ή οπτικό της χιούμορ, αλλά με ανακυκλούμενες από ένα σημείο κι έπειτα βινιέτες που βλάπτουν σοβαρά τον εσωτερικό ρυθμό.