Η Μέρα της Επιστροφής μου

Η οδυνηρή αλλά ελαφρώς άτολμη biopic του σκηνοθέτη της «Θεωρίας των Πάντων» Τζέιμς Μαρς, μεταφέρει για ακόμη μια φορά στην οθόνη μια απίστευτη ιστορία θάρρους, υπέρμετρης φιλοδοξίας και αδιανόητης επιπολαιότητας.

Elle 04 Ιουλ. 18
Η Μέρα της Επιστροφής μου

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την ιστορία που έγινε πασίγνωστη στην Βρετανία και γνώρισε παγκόσμια φήμη εξ αιτίας των πάμπολλων μεταφορών της στην τηλεόραση, το σινεμά και το θέατρο (ακόμη και όπερα γράφτηκε για το περιστατικό) ο σκηνοθέτης του καθηλωτικού ντοκιμαντέρ «Σε Τεντωμένο Σκοινί» και της δραματοποιημένης βιογραφίας του πρόσφατα εκλιπόντος Στίβεν Χόκινγκ «Η Θεωρία των Πάντων» Τζέιμς Μαρς, αναλαμβάνει να αναβιώσει την τόσο εξωφρενική όσο και σπαραξικάρδια ιστορία ενός ανθρώπου που κάποια στιγμή της ζωής του ένιωσε πιο δυνατός και έτοιμος από ότι πραγματικά ήταν. Έχοντας στη διάθεσή του, τόσο μια αξιόπιστη βρετανική παραγωγή όσο και ένα λαμπερό και ταλαντούχο καστ, ο Μαρς προσεγγίζει ένα έως και σήμερα άλυτο μυστήριο με επιμέλεια αλλά και δισταγμό, εστιάζοντας μονάχα στο (αδιαμφισβήτητο) προσωπικό δράμα και όχι στην ψυχολογική, κοινωνική ή ακόμη και πολιτική διάσταση μιας καταστροφικά λανθασμένης απόφασης.

Ο Κόλιν Φιρθ, στην αρτιότερη ερμηνεία του τα τελευταία χρόνια, ενσαρκώνει τον Ντόναλντ Κρόουχερστ, έναν επιχειρηματία και χομπίστα ιστιοπλόο ο οποίος παλεύει να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του πουλώντας πρωτοπόρες ηλεκτρονικές συσκευές πλοήγησης. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και υπερεκτιμώντας τις δυνατότητές του, θα αποφασίσει να λάβει μέρος σε έναν εξαντλητικό αγώνα που διοργανώνουν οι αγγλικοί Times το 1968 και περιλαμβάνει τον θαλάσσιο περίπλου της Γης χωρίς καμία στάση. Δίχως να έχει ουσιαστικά καμία εμπειρία και υποθηκεύοντας τα πάντα (από την επιχείρηση έως το σπίτι του), εγκαταλείπει το μικρό ψαροχώρι του Τίνμουθ μετά από μερικούς μήνες, ολομόναχος επάνω σε ένα μισοτελειωμένο πρωτότυπο σκάφος, του οποίου την κατασκευή έχει επιμεληθεί ο ίδιος.

Παρά την ολοκάθαρη συνέπεια, αλλά και ευαισθησία, απέναντι στο υλικό που διαθέτει και χρησιμοποιεί, το φιλμ του Μαρς στρέφεται γρήγορα σε μια ασφαλή δραματοποίηση.

Ο Μαρς στρώνει το δρόμο προς την μοιραία αναχώρηση με βαρύγδουπους αφορισμούς περί ανδρείας, τόλμης και αποφασιστικότητας, πλαισιώνοντάς τους από σκηνές στιλιζαρισμένης οικογενειακής ευτυχίας. Παράλληλα, οι όποιες αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις (που εμφανίζονται σχεδόν από την αρχή) αντιμετωπίζονται με αβάσταχτη ελαφρότητα ή καταπνίγονται κάτω από το βάρος των οικονομικών χρεών αλλά και της ψυχολογικής πίεσης που ασκείται από έναν τοπικό δημοσιογράφο (κυνικός και αλαζόνας όσο πρέπει, ο Ντέιβιντ Θιούλις) ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα γραφείου τύπου του Ντόναλντ. Το ύφος της αφήγησης, όπως επίσης και η ίδια η κινηματογράφηση αλλάζουν απότομα, μόλις ο ενθουσιώδης ιστιοπλόος βρεθεί στη θάλασσα, με την κάμερα να αφήνεται στους μόνιμους κλυδωνισμούς του πειραματικού σκάφους και το εξαιρετικό sound design να γεμίζει τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς με τριγμούς και παφλασμούς που δεν αργούν να οδηγήσουν τον απερίσκεπτο κεντρικό χαρακτήρα στην απόγνωση.

Από εκεί και πέρα η κατάσταση θα αρχίσει σταδιακά να ξεφεύγει από τον έλεγχο, αφού τα πάμπολλα προβλήματα (από διαρροές και ηλεκτρονικές βλάβες, μέχρι ακούσιες αλλαγές πορείας) θα οδηγήσουν τον Ντόναλντ σε μια σειρά από λάθος αποφάσεις, καθώς όχι μόνο δεν θα κερδίσει τον αγώνα, αλλά πιεζόμενος για να ανταποκριθεί στις δυσθεώρητες προσδοκίες των μέσων της πατρίδας του θα εξαπατήσει τους πάντες, καταγράφοντας ψεύτικες θέσεις στο χάρτη και επικοινωνώντας ότι όλα πάνε όπως τα είχε υπολογίσει.

Παρά την ολοκάθαρη συνέπεια, αλλά και ευαισθησία, απέναντι στο υλικό που διαθέτει και χρησιμοποιεί, το φιλμ του Μαρς στρέφεται γρήγορα σε μια ασφαλή δραματοποίηση, που τελικά ισοπεδώνει παρά εντείνει την ανάπτυξη της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του κεντρικού χαρακτήρα ή ακόμη και τα συναισθήματα που αποκτάς ως θεατής απέναντί του. Συν τις άλλοις, η διαρκής μετακίνηση της πλοκής ανάμεσα στον άπειρο ιστιοπλόο και την οικογένεια που έχει αφήσει πίσω του (με την αδίκως υποχρησιμοποιημένη Ρέιτσελ Βάις να ψάχνει μάταια λίγο ποιοτικό φιλμικό χρόνο ερμηνεύοντας άχρωμα τη γυναίκα του Κρόουχερστ) απομακρύνει την αφηγηματικά απαραίτητη αίσθηση της απόλυτης απομόνωσης, που κυριαρχεί για παράδειγμα στο «Όλα Χάθηκαν» του Τζέι Σι Τσάντορ. Το δε απλουστευτικό και ποιητικά νοσταλγικό φινάλε, παρότι σχετικά ακριβές, αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο μια κατά τ' αλλά συγκλονιστική ιστορία αρχαιοελληνικής ύβρης, την οποία τελικά και αντιμετωπίζεις με ένα μείγμα συναισθημάτων που κυμαίνονται από την αγανακτισμένη αυστηρότητα μέχρι την συμπονετική κατανόηση.

Θα ήταν το λιγότερο ανεπαρκές να αποδώσεις ξεκάθαρες ηθικές ευθύνες ή να αναζητήσεις κάποιο βαθύτερο και απόλυτο δίδαγμα από μια ιστορία τόσο πολύπλευρη, ανθρώπινη και τελικά όχι και τόσο διαφορετική από πολλές άλλες. Πιθανότατα σε αυτή την επιτακτική αναζήτηση νοήματος να εντοπίζεται και η βασικότερη αστοχία του «Η Ημέρα της Επιστροφής μου» της οποίας ο πρωτότυπος τίτλος είναι «The Mercy», αναφερόμενος σε μια από τις τελευταίες λέξεις που βρέθηκαν γραμμένες στα ημερολόγια ταξιδιού του μοιραίου σκάφους.

Ίσως να είναι τελικά αυτό το «έλεος» που αναζητούσε σε όλη του τη ζωή ο Ντόναλντ Κρόουχερστ. Ένα έλεος και μια συμπόνια της ίδιας της ζωής απέναντι στα λάθη και τα καταστροφικά όνειρα. Στις αποτυχημένες περιπέτειες, την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων και την βαθιά, ίσως και πλεονεκτική ανάγκη για φιλοδοξία. Σε εκείνη την άσβεστη δίψα για πρόκληση, όμοια αυτή των ηρώων της «Χαμένης Πόλης του Ζ» του Τζέιμς Γκρέι ή του «Φιτσκαράλντο» του Βέρνερ Χέρτσογκ, που πολλές φορές σε οδηγεί πιο βαθιά στην απελπισία, τη μοναξιά και το σκοτάδι του λάκκου που ο ίδιος έχεις σκάψει.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: