Στην όγδοη ταινία του ο Κουέντιν Ταραντίνο αρχίζει με ένα κινηματογράφο-φιλικό λογοπαίγνιο. Όπως ο Φελίνι που το 1963 είχε ονομάσει την ταινία του «81/2» (απαριθμώντας τις οκτώ προηγούμενες ταινίες του κι ένα επεισόδιο σε μια σπονδυλωτή ταινία), έτσι κι ο Ταραντίνο βάζει στον τίτλο του τους οκτώ βασικούς χαρακτήρες της ταινίας.
Οκτώ άνθρωποι μαζεύονται, ο ένας μετά τον άλλον, σε μια απομονωμένη καλύβα στη μέση των χιονισμένων βουνών του Γουαϊόμινγκ. Ο καθένας από αυτούς κουβαλάει ένα μυστικό, μια αμαρτία και μια προσεκτικά μακιγιαρισμένη επιθυμία.
Όλοι τους είναι χαρακτηριστικοί τύποι του γουέστερν, μάλλον για την ακρίβεια του «γουέστερν σπαγγέτι», ενός είδους που ο Ταραντίνο λατρεύει και μελετάει εδώ και χρόνια, όπως έδειξε και στην προηγούμενη ταινία του «Τζάνγκο ο Τιμωρός». Και στο Τζάνγκο όμως, και εδώ, οι τύποι αυτοί υπερβαίνουν τα στερεότυπα του είδους και χρησιμοποιούν – ίσως γρηγορότερα κι από τα εξάσφαιρά τους – έναν δηλητηριώδη, σαρκαστικό και πολύπλοκο λόγο.
Αυτή ακριβώς η συνεχής ομοβροντία φιλοσοφικών σκέψεων, οι οποίες κρύβονται κάτω από ξεκαρδιστικές συζητήσεις είναι και η ουσία της ταινίας του Ταραντίνο, αφού οι συζητήσεις αυτές αποκαλύπτουν σιγά-σιγά μια οξυδερκέστατη πολιτική σκέψη.
Οι έννοιες της δικαιοσύνης, της εκδίκησης και της τιμωρίας και οι δομές του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, που ακριβώς τότε δημιουργείται, διατρέχουν τους «Μισητούς Οκτώ».
Θα προσπαθήσω να περιγράψω λίγο την ιστορία χωρίς να πέσω στην παγίδα των σπόιλερς.
Κεντρικός πυρήνας αυτής της ομάδας των μισητών οκτώ είναι δύο κυνηγοί επικηρυγμένων και μία κρατούμενη εγκληματίας, η οποία πρέπει να παραδοθεί στις Αρχές για να κρεμαστεί.
Ο πρώτος κυνηγός (Κέρτ Ράσελ) έχει το ψευδώνυμο ‘Κρεμάλας’ διότι έχει ως αρχή του να συλλαμβάνει και όχι να σκοτώνει τους επικηρυγμένους και να τους παραδίδει για να κρεμαστούν. Έχει λοιπόν συλλάβει μία επικηρυγμένη (Τζένιφερ Τζέισον Λι) και την έχει δεμένη με αλυσίδα στο χέρι του.
Ο δεύτερος κυνηγός (Σάμιουελ Τζάκσον) συναντά αυτό το αλλόκοτο ζευγάρι μέσα στα χιόνια και του ζητά να τον μεταφέρουν στην πλησιέστερη πόλη για να παραδώσει τους δικούς του επικηρυγμένους. Με τη διαφορά που αυτοί είναι ήδη νεκροί.
Επιπλέον ο Σάμιουελ Τζάκσον κουβαλάει επάνω του μια ιδιόχειρη επιστολή που του έχει στείλει ο Αβραάμ Λίνκολν. Η επιστολή αυτή του σημαντικότερου ίσως Προέδρου των ΗΠΑ προς έναν Άφρο-Αμερικανό θα λειτουργήσει στην συνέχεια ως κινητήρια δύναμη ενός καταλυτικού προβληματισμού που έχει να κάνει με την ιστορία, την αλήθεια, το ψέμα και το εθνικό φαντασιακό ολόκληρης της Αμερικής.
Από την αρχή λοιπόν βλέπουμε τις δύο διαφορετικές όψεις του «συστήματος δικαιοσύνης» της Άγριας Δύσης, ενώ μια συζήτηση για «τα όρια και την αμεροληψία της δικαιοσύνης» θα σχηματοποιήσει τους δύο αυτούς χαρακτήρες.
Στη συνέχεια, ένα τρίτο άτομο θα μπει στην παρέα τους, ο νέος Σερίφης (Γουόλτον Γκόγκινς) της πόλης στην οποία κατευθύνονται.
Αυτοί είναι οι πρώτοι τέσσερις της οκτάδας της ταινίας. Οι άλλοι τέσσερις βρίσκονται μέσα σε μια καλύβα (ένα ιδιόμορφο πανδοχείο) στην οποία θα καταφύγουν για να προστατευτούν από την τρομερή χιονοθύελλα.
Τα πάντα είναι παγωμένα εκεί έξω. Οι γνωστές αχανείς εκτάσεις του γουέστερν είναι σκεπασμένες από ένα απειλητικό χιόνι – ένα αναπάντεχο σύνορο το οποίο, όπως εξάλλου σε κάθε γουέστερν, οι ήρωες καλούνται να ξεπεράσουν.
Το σύνορο αυτό κυκλώνει την καλύβα δημιουργώντας ένα νέο, κεκλεισμένων των θυρών, πεδίο μέσα στο οποίο θα ξετυλιχτεί η δράση.
Οι τέσσερις αρχικοί ήρωες συναντούν μέσα στην καλύβα έναν δήμιο (Τιμ Ροθ), έναν λιγομίλητο καουμπόη (Μάικλ Μάντσεν), έναν στρατηγό των Νοτίων (Μπρους Ντερν) και τον Μεξικανό υπάλληλο του πανδοχείου (Ντεμιάν Μπισίρ).
Στους τίτλους της ταινίας βέβαια βλέπουμε κι άλλους ηθοποιούς – ανάμεσα τους και τον Τσάνινγκ Τέιτουμ και την γνωστή κασκαντέρ από το «Death Proof» Ζόι Μπελ. Επιτρέψτε μου όμως να μην γράψω τίποτα για αυτούς.
Και καθώς η χιονοθύελλα μαίνεται έξω από την καλύβα, οι ήρωες ασφαλίζουν την πόρτα καρφώνοντας την (τι έξοχο εύρημα!) προσπαθώντας, θα έλεγε κανείς, να στεγανοποιήσουν το δράμα που πρόκειται να εξελιχθεί.
Στις υπόλοιπες δύο σχεδόν ώρες, οι οκτώ αυτοί ήρωες θα παίξουν ένα παιχνίδι που έλκει την καταγωγή του από την «Ποντικοπαγίδα» της Αγκάθα Κρίστι ή το «Ο Παγοπώλης Έρχεται» του Ευγένιου Ο’Νιλ.
Οι ανατροπές και οι εκπλήξεις ακολουθούν η μία την άλλη και ο Ταραντίνο συνεχίζει να τις χρησιμοποιεί ως πολιτικά όπλα.
Στην πραγματικότητα σχεδόν τίποτα σε αυτήν την ταινία δεν βγαίνει έξω από αυτό το πολιτικό πλαίσιο.
Κι όταν πια αρχίζει να προετοιμάζεται το τελικό λουτρό αίματος που ο Ταραντίνο βάζει σε κάθε ταινία του, είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς ήθελε να πει.
Τότε θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ταινία από την αρχή για να διαπιστώσουμε για άλλη μια φορά ότι κάτω από τους αιμάτινους καταρράκτες και τα χοντροκομμένα αστεία κρύβεται άλλο ένα ευφυές κινηματογραφικό κομψοτέχνημα.