Στην πιο προσωπική δημιουργία του μετά το «Caro Diario», ο αγαπημένος Ιταλός δημιουργός Νάνι Μορέτι παραχωρεί ευγενικά τον αυτοβιογραφικής χροιάς πρωταγωνιστικό ρόλο στην Μαργκερίτα Μπούι, για να μιλήσει για τα αδιέξοδα της ύπαρξης που σταθερά τον απασχολούν μέσω ενός alter-ego γένους θηλυκού. Εκεί όπου μία διαζευγμένη μεσήλικη σκηνοθέτις, η Μαργκερίτα, παλεύει στα γυρίσματα της νέας της ταινίας, τόσο με τα καπρίτσια του Αμερικανού αστέρα Μπάρι Χάγκινς (Τζον Τορτούρο) που αδυνατεί να διαχειριστεί, όσο και με τις επίμονες ανασφάλειες γύρω από την επαγγελματική της επάρκεια. Την ίδια στιγμή που καλείται παρέα με τον αδερφό της (στο ρόλο του Τζιοβάνι ο Μορέτι) να συμβιβαστεί με τον επικείμενο θάνατο της άρρωστης μητέρας της, αλλά και να διατηρήσει σημείο επαφής με την έφηβη κόρη της.
Ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας κρίσης πολύπλευρης που χτυπά απευθείας στο δομικό ζήτημα της ταυτότητας, ο Μορέτι φυτεύει το γνώριμο, γλυκόπικρο, ιδιοσυγκρασιακό του χιούμορ, περιορίζοντας ωστόσο αυτή τη φορά το βαθμό γουντιαλενικής νεύρωσης που το χαρακτήριζε μέχρι και το πρόσφατο «Habemus Papam». Το ίδιο ανθρώπινος και ευμενώς διακείμενος για τους ήρωές του, αλλά και πιο έτοιμος (ή μήπως ώριμος;) να λάβει μια κάποια απόσταση ασφαλείας από αυτούς (ενδεικτικός ο σημαντικός πλην όμως δευτερεύων ρόλος που κρατά για τον εαυτό του), ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτης καταπιάνεται και εδώ με τις σταθερές θεματικές του. Η οικογένεια, το πένθος και όσα σηματοδοτεί η απώλεια αγαπημένων προσώπων («Το Δωμάτιο του Γιου Μου»), η αρρώστια («Caro Diario»), η αναμέτρηση με τον ιδεατό εαυτό και το καθήκον («Habemus Papam»), ο δημιουργός σε σχέση με την τέχνη του κτλ.
Αφαιρουμένης της διακριτικής χιουμοριστικής του διάστασης, τα υλικά από τα οποία οικοδομείται το «Mia Madre» θα μπορούσαν να λάβουν διαστάσεις ενός άγριου υπαρξιακού εφιάλτη (στα πρότυπα π.χ. του λιντσικού «Inland Empire»), ειδικά αν αναλογιστούμε τις φορές όπου ο Μορέτι επιλέγει να αναμείξει την πραγματικότητα της ηρωίδας του με τη φαντασία. Ο βάναυσος όμως πυρήνας όσων ταλανίζουν τη Μαργκερίτα αντισταθμίζει μία σειρά χαρακτήρων και των ερμηνειών που προσδίδουν μια νότα ελαφρότητας και αισιοδοξίας στο φιλμ, έστω κι αν αυτό σημαίνει ενίοτε καταφυγή στην ευκολία της πρόζας. Αρχής γενομένης από τη ζεστή παρουσία της Μπούι, που ισορροπεί μεταξύ ευθραυστότητας και πείσματος, αλλά και από τον χαρισματικό Τορτούρο, που παρότι επιδεικνύει στον εκφραστικό τομέα υπερβάλλοντα ζήλο, γεμίζει ενέργεια κάθε πλάνο που τον περιλαμβάνει. Και φυσικά από τον ίδιο τον Μορέτι, που τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα φροντίζει να οδηγεί το «Mia Madre» σε μία κατάσταση σχεδόν στωικής αποδοχής απέναντι σε όλα αυτά για τα οποία αγωνιζόμαστε, όλα εκείνα για τα οποία χάνουμε τον ύπνο μας, και βέβαια όλα όσα δίκαια πλην όμως μάταια θα πολεμάμε ως την τελευταία στιγμή: τη φθορά του χρόνου και το βέβαιο του θανάτου.
Καλά όλα αυτά, αλλά η μητρική φιγούρα που τόσο ξεκάθαρα υπογραμμίζει ως και ο τίτλος πού κολλάει, θα ρωτήσει κανείς. Παντού, φανερά ή αθέατα, απαντά ο Μορέτι, μέσα από τον χαρακτήρα της γλυκύτατης Άντα (Τζούλια Λατσαρίνι), στην ψυχή της οποίας φωλιάζει ως φαίνεται την τρέχουσα οπτική του για την κατάσταση των πραγμάτων. Από την κάθε άλλο παρά μάταιη ή φευγαλέα κληρονομιά που αφήνει κανείς (η Άντα στα νιάτα της αφιερώθηκε στην υψηλή τέχνη της διδασκαλίας), μέχρι τη ζωτικής σημασίας επιλογή να ακολουθούμε την επιθυμία μας πλάι σε εκείνους με τους οποίους συμπορευόμαστε, όλες οι διστακτικές απαντήσεις που η θνητότητά μας πασχίζει να ψελλίσει γύρω από μεγάλα και μικρά ερωτήματα της ύπαρξης έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα της ετοιμοθάνατης μητέρας, η οποία θα εξακολουθήσει να «διδάσκει» σιωπηρά, αθόρυβα, καταπραϋντικά, και μετά το φευγιό της.