Βλέποντας ένα φιλμ σαν την «Ολοκαίνουργια… Καινή Διαθήκη», είναι αδύνατον να μην σκεφτείς πόσο πολύ έχει επηρεάσει το γαλλικό σινεμά ο Ζαν Πιερ Ζενέ. Το χαρακτηριστικό ύφος και η αισθητική του σκηνοθέτη της «Αμελί», έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην γαλλική κινηματογραφία των τελευταίων ετών. Η «Ολοκαίνουργια… Καινή Διαθήκη» έχει κάτι από την μαγική μελαγχολία, το γλυκόπικρο –αλλά κατά βάση ζεστό και καλόκαρδο- χιούμορ και το, εικαστικά αποστομωτικό, στυλιζάρισμα των καλύτερων στιγμών του Ζενέ (θυμίζει αρκετά και το καταπληκτικό «Ντελικατέσεν» του 1991). Αλλά οι αρετές του δεν εξαντλούνται στις καλά αφομοιωμένες επιρροές. Έχει ψυχή δικιά του, ιδιοσυγκρασιακή ομορφιά και ευρηματική φαντασία που δίνει την μια ωραία σύλληψη πίσω απ’ την άλλη.
Αρχικά η κεντρική ιδέα είναι θαυμάσια. Αυτός ο Θεός-πάτερ φαμίλιας που κυκλοφορεί με τα… σώβρακα και τη ρόμπα, εκστομίζει όλη την ώρα βρισιές και μηχανεύεται διαρκώς σαδιστικούς τρόπους για να στραπατσάρει τις ζωές των ανθρώπων, καθώς σαπίζει ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους ενός μεσοαστικού σπιτιού, είναι –ταυτόχρονα- μια σύλληψη κωμική και εύστοχη στον αλληγορικό προσανατολισμό της. Στο πρόσωπό του, ο Ζακό Βαν Ντορμέλ, εντοπίζει τον υπαίτιο για τα χίλια δυο μεγάλα και μικρά προβλήματα της καθημερινής ύπαρξης (όπως, ας πούμε για το γεγονός ότι μια φέτα ψωμί προσγειώνεται στο πάτωμα, πάντα με την πλευρά που έχει την μαρμελάδα ή για το ότι τα πιάτα πέφτουν και σπάνε μόνο όταν έχουν πλυθεί), σατιρίζοντας τις ανθρωπομορφικές ιδεοληψίες που προσδίδουν στο υπέρτατο ον, ανθρώπινες ιδιότητες, σπρωγμένες εδώ στο όριο της απόλυτης παρωδίας, αφού θέλουν τον Θεό να φέρεται σαν ανώριμο παλιόπαιδο.
Αυτό το θεσπέσιο εύρημα, συμπληρώνεται ιδανικά απ’ το άλλο, που θέλει την δεκάχρονη κόρη του Θεού –μπουχτισμένη καθώς είναι απ’ την απαράδεκτη συμπεριφορά του πατέρα της- να παίρνει την πρωτοβουλία να γλιτώσει τους κακόμοιρους θνητούς, απ’ τις κακόβουλες ορέξεις του. Πώς θα το πετύχει αυτό; Αποστέλλοντας στα κινητά όλων, την ακριβή ημερομηνία του θανάτου τους! Από τη στιγμή που οι άνθρωποι μαθαίνουν πότε ακριβώς θα εκλείψουν, παίρνουν ριζικές αποφάσεις για να αλλάξουν τις ζωές τους, να αυτοπραγματωθούν ή να εντοπίσουν το νόημα που τόσο καιρό, τους διέφευγε.
Οι ωραίες εμπνεύσεις του Ντορμέλ, όμως, δεν αφορούν μονάχα το σημειολογικό κομμάτι της ταινίας -που είναι πάρα πολύ ζουμερό- αλλά εκτείνονται και σε μια σαγηνευτική φόρμα, που δίνει σεκάνς μεγάλης αισθητικής ομορφιάς, άλλοτε διασκεδαστικά σουρεαλιστικές (σαν τις αρχικές με τις τίγρεις που παρακολουθούν τηλεόραση ή εκείνην την ονειρική με το… χέρι που χορεύει στο τραπέζι), κι άλλοτε αβίαστα λυρικές, μ’ έναν ποιητικό οίστρο που θυμίζει από Ρόι Αντερσον μέχρι Φελίνι. Υπάρχουν κάδρα ανατριχιαστικής ωραιότητας που εκλύουν μια μελαγχολία, απόλυτα ταιριαστή με τη συνειδητοποίηση του εφήμερου της ζωής, και του τρόπου που τη σπαταλάμε, απασχολημένοι με τους πολλούς αντιπερισπασμούς μας.
Καλογραμμένο, ευαίσθητο, ανθρωποκεντρικό, λογοτεχνικά δουλεμένο στις λέξεις του, με αναφορές που εκτείνονται από τον Προυστ και το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο –μάλιστα υπάρχει μια μεταρσιωτική σκηνή που μπορεί να εκληφθεί και ως άμεσος φόρος τιμής στον «Ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών»- μέχρι τα «Φτερά του Έρωτα» του Βέντερς και τον… Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ (!), συχνά ξεκαρδιστικό, πηγαία συγκινητικό και πραγματικά πρωτότυπο, αυτό το φιλμ, έρχεται από το πουθενά για να μας ξανακάνει να πιστέψουμε στη μόνη μεταφυσική που έχει αξία: αυτήν της σπουδαίας τέχνης. Που αναλάμβανε πάντα να παρηγορεί τον αμετάκλητα θνητό άνθρωπο και να γλυκαίνει τα βάσανα του, όταν ο Θεός αποδεικνυόταν απών.