Είναι γεγονός ότι ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, ένας από τους πιο χαρισματικούς ανεξάρτητους Αμερικανούς σκηνοθέτες της γενιάς του, έχει μια δημιουργική μανία με το χρόνο και τις επιπτώσεις του. Από την υπέροχη τριλογία του «Πριν το Ξημέρωμα/Ηλιοβασίλεμα/Μεσάνυχτα» έως το αδίκως παραμελημένο «Όλοι Θέλουν από Λίγο», ο δημιουργός του φιλόδοξου κινηματογραφικού πειράματος του «Μεγαλώνοντας» μοιάζει να αναζητά στους χαρακτήρες του εκείνες τις στιγμές που έχουν αφήσει ή αναμένεται να αφήσουν ένα ανεξίτηλο σημάδι στις ζωές τους. Αντικρίζοντας παράλληλα τον χρόνο, όχι σαν έναν γιατρό που επουλώνει τις ανοιχτές πληγές, αλλά ως έναν συνεπιβάτη στο ταξίδι της ζωής με τον οποίο οι ήρωες του προσπαθούν διαρκώς να συνδιαλλαγούν. Άλλοτε το καταφέρνουν, προσδίδοντας στα γεγονότα μια γλυκά μελαγχολική απόχρωση, άλλοτε πάλι όχι. Τότε είναι λοιπόν που η ανάμνηση μετατρέπεται σε κάτι παραπάνω από αναδρομή στο παρελθόν. Γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας, μέρος μιας διαχρονικής εξέλιξης μιας ιστορίας, που κάθε φορά αποκτά και διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Διασκευάζοντας την ομότιτλη νουβέλα του Ντάριλ Πόνισκαν, ο σκηνοθέτης περιγράφει την ιστορία του Λάρι «Ντοκ» Σέφερντ, ενός βετεράνου του Βιετνάμ, όπου τον Δεκέμβρη του 2003 ζητά από δύο πρώην συντρόφους του -που έχει να δει πάνω από τριάντα χρόνια- να τον συνοδεύσουν σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση όπου πρόκειται να κηδέψει τον γιο του, ο οποίος σκοτώθηκε υπηρετώντας τη θητεία του στον πόλεμο του Ιράκ. Το δυσβάσταχτο αυτό καθήκον θα εξελιχθεί τελικά σε ένα εξιλεωτικό road trip στο οποίο οι τρεις διαφορετικοί πια άνθρωποι θα ανακαλύψουν όχι μόνο αυτά που τους ενώνουν, αλλά και όλα εκείνα από τα οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν, βλέποντας παράλληλα την ιστορία να επαναλαμβάνεται για ακόμη μια φορά. Όπως το βιβλίο αποτέλεσε το σίκουελ του προ τεσσαρακονταετίας μυθιστορήματος με τίτλο «Το Τελευταίο Απόσπασμα», έτσι και το φιλμ του Λινκλέιτερ επιχειρεί να συνδεθεί περισσότερο νοηματικά παρά κυριολεκτικά με το ομότιτλο δράμα του Χάλ Άσμπι του 1973, μεταφέροντας μια αίσθηση κινηματογραφικού déjà vu, κυρίως μέσω των μεστών ερμηνειών των τριών βασικών του χαρακτήρων.
O Λινκλέιτερ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στους (σωματικά και ψυχικά) πληγωμένους ήρωες, γεμίζοντας το φιλμ του με μια ανεπιτήδευτη εκφραστικότητα.
Λόρενς Φίσμπερν, Στιβ Καρέλ (εξαιρετικός ακόμη μια φορά στο δράμα, με το βουβό του πόνο να χαράζει πολύ βαθιά) και Μπράιαν Κράνστον αντηχούν τους τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας των 70s, με τον τρίτο σχεδόν να αποτίει φόρο τιμής στον πεσιμιστικό κυνισμό και τις νευρώδεις εκρήξεις του Τζακ Νίκολσον. Η χημεία μεταξύ των τριών πρώην πεζοναυτών αποδεικνύεται και το βασικό καύσιμο της ταινίας, αφού καταφέρνουν να μεταπηδούν από το τραγικό στο αμήχανα κωμικό απροσποίητα, δίνοντας παράλληλα στην αφήγηση τη δυνατότητα να στοχάζεται μελαγχολικά πάνω στην απώλεια, την πίστη που τυφλώνει, τη ματαιότητα του θανάτου, την αίσθηση της εξαπάτησης που μπορεί να γεννήσει απροσδόκητες συμμαχίες. Είναι αλήθεια ότι κάποιες στιγμές το φιλμ εκτροχιάζεται προς το διδακτισμό, αποφασίζοντας να πατήσει φρένο σε αυτό που αρχικά μοιάζει ως ένα ανελέητο κατηγορώ απέναντι σε αυτούς που αποφάσισαν να παίξουν κάθε είδους παιχνίδια τις πλάτες όλων εκείνων που τελικά θα υποστούν τις τραγικές τους συνέπειες. Ωστόσο, δίνοντας ξεκάθαρα προτεραιότητα στο συναίσθημα, ο Λινκλέιτερ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στους (σωματικά και ψυχικά) πληγωμένους ήρωες, γεμίζοντας το φιλμ του με μια ανεπιτήδευτη εκφραστικότητα και μια ζεστασιά που μοιάζει να αντιτίθεται στις σχεδόν «μεταλλικές» αποχρώσεις της κινηματογράφησης.
Κρατώντας σκόπιμα χαμηλούς τόνους, η «Τελευταία Σημαία» σκιαγραφεί ένα βαθιά συγκινητικό τελευταίο αντίο που αναζητά τη λύτρωση από κάθε αδικία στη συναισθηματική αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, την ανθρωπιά. Φέρνοντας στο νου το «Στην Κοιλάδα του Ηλά» του Πολ Χάγκις, το βραδυφλεγές αλλά εξαιρετικά ώριμο φιλμ του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, χωρίς να υπαινίσσεται ούτε στιγμή ότι δεν αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος, επιτρέπει στην στωικότητα του πόνου να υπερισχύσει τον παρορμητισμό της οργής. Τον πόνο εκείνο που πηγάζει από μια αδιανόητη απώλεια, αποτυπωμένο σε μια σπασμένη φωνή, σε ένα κενό βλέμμα ή ακόμη και σε ένα λυτρωτικό γέλιο, που τελικά κάνει την καρδιά σου να ραγίζει πολύ περισσότερο.