Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα

Ένας αναγνώστης ιστοριών και βιβλίων για τη CIA, επιστρέφοντας στο γραφείο του βρίσκει τους πάντες δολοφονημένους. Στη συνέχεια γνωρίζει μια γυναίκα και μαζί προσπαθούν να γλιτώσουν αλλά και να καταλάβουν για ποιο λόγο, και από ποιους, καταδιώκεται.

Elle 04 Αυγ. 18
Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα

Αμέτρητες φορές μετά, μπορώ να ομολογήσω πως οι «Τρεις Μέρες του Κόνδορα», παρά την κεντρική τους σημασία στο φιλελεύθερο, (ορθά) συνομωσιακό σινεμά του ’70, παρά το απαστράπτον ζευγάρι των πρωταγωνιστών και τις στιγμές εύγλωττης σκηνοθεσίας του Σίντνεϊ Πόλακ, παρά και τη γοητεία που μου ασκεί προσωπικά η ιδιοσυγκρασία αυτών των ταινιών, δεν βρίσκω να έχουν ηλικιωθεί καλά.

Το πρόβλημα, παραδόξως, είναι πρώτα στον Ρέντφορντ. Που εν μέσω της λαμπρής του δόξας εκεί στα μέσα του ’70, μοιάζει αγκιστρωμένος ερμηνευτικά στο stardom του και μια μανιέρα, σχεδόν αυτάρεσκη – που θα εξαφανιστεί, πάντως, από την επόμενη κιόλας ταινία, το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου». Το παίξιμο του Ρέντφορντ δεν βοηθάται καθόλου και από τους διαλόγους, ιδίως στις πρώτες σκηνές στο διαμέρισμα της Ντάναγουεϊ. Εκεί, αντί κλειστοφοβικού τρόμου, που επιτυχημένα έχει αποτυπωθεί στο φιλμ μέχρι εκείνη τη στιγμή, παίρνεις γνήσιο ρεντφορντικό φλερτ, ενδεδυμένο μανιερίστικη ανησυχία και αμήχανες, σχεδόν προκάτ ατάκες (κάποιες αταίριαστης ποίησης όπως το «οι φωτογραφίες σου θυμίζουν Νοέμβριο») που ανήκουν σε άλλο, ίσως υποδεέστερο, έργο.

Ειδικά στο φως του ρεαλισμού που έχει επιφέρει πλήθος ταινιών έκτοτε, οι «Τρεις Μέρες του Κόνδορα» κάπου μοιάζουν με αφορμή συνέυρεσης επί της οθόνης ενός εκτυφλωτικού ζεύγους. Από κει και μετά, με δεδομένο πως ο Πόλακ δοκιμάζει έναν αργό ρυθμό που δεν του ταιριάζει καθόλου (ο Πάκουλα, αντίθετα, στο «Klute» και την «Υπόθεση Παραλλάξ» είναι άριστος σ’ αυτό) που μόνο όταν διακόπτεται από επιταχύνσεις στο μοντάζ και το, by the book τέλειο βέβαια, ντεκουπάζ σου αφυπνίζει το ενδιαφέρον της, κάπως αδιαυγούς (αλλά αυτό ταιριάζει στο θέμα του έργου), πλοκής.

Στα καλά, έχει βέβαια σεκάνς να θυμάσαι, όπως τα πρώτα είκοσι λεπτά, τη συνάντηση του Ρέντφορντ με τον Σίντοφ στο ασανσέρ, τη σκηνή με τον ταχυδρόμο στο σπίτι της Ντάναγουεϊ ή τα κοντινά καδραρίσματα ασφυξίας στο ζεύγος – που λειτουργούν και σαν μοτίβο αλλά και σαν διαφήμιση καλλονής που σκοτώνει κάθε αγωνία ή ρεαλισμό. Μοιάζουν όμως αποσπάσματα μιας καλύτερης ταινίας που δεν στηρίζεται από το υπόλοιπο φιλμ κι αυτό δεν είναι ατύχημα της σκηνοθεσίας, είναι σκόπιμες, αισθητικά επίκαιρες, για την εποχή, επιλογές που ωστόσο φαίνονται επίκτητα arty και, εκτιμώ, αποτυχημένες στο πέρασμα των ετών.

Κι έτσι φυσικά, μια -ακόμα κι αν τη θεωρήσεις- «μέτρια» ταινία του ’70, δεν παύει να είναι περίπου δυο χιλιάδες φορές προτιμότερη από σχεδόν κάθε προσπάθεια μοντέρνου πολιτικού θρίλερ. Που το μόνο του πλεονέκτημα, σε σχέση με τον Κόνδορα, θα είναι η κυνική πια δυσπιστία, σε αντίθεση με τη φιλελεύθερη φενάκη, πως μια απλή δημοσίευση στον Τύπο μπορεί να απειλήσει/εξαρθρώσει τη σκοτεινή διαπλοκή του βαθύτατου κράτους μιας υπερδύναμης.    

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT