Jurassic World: Το Βασίλειο Έπεσε

Μετά την πρώτη, εφιαλτική επίσκεψη στο «Jurassic World», το παλαιοντολογικό franchise επιστρέφει με έναν σκηνοθέτη που έχει το μεράκι να μας ξεναγήσει σε μία «πιο σκοτεινή» βόλτα. Δυστυχώς κάποια πράγματα, όμως, είναι σαν τους δεινόσαυρους. Κλωνοποιημένα.

Elle 06 Ιουν. 18
Jurassic World: Το Βασίλειο Έπεσε

Τρία χρόνια μετά την καταστροφή του Jurassic World, η νήσος Νούμπλαρ κατοικείται από τους ανεξέλεγκτους, εναπομείναντες δεινόσαυρους. Όταν το ανενεργό ηφαίστειο του νησιού ξυπνά, ο Όουεν (Κρις Πρατ) και η Κλερ (Μπράις Ντάλας Χάουαρντ) ηγούνται μιας αποστολής διάσωσης. Φυσικά όλα θα πάνε λάθος.

Πριν από 25 χρόνια, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ άνοιξε τις πύλες του «Jurassic Park» και προσκάλεσε για άλλη μία φορά το κοινό σε ένα αυστηρά μεθοδευμένο – και ως επί το πλείστον «χειροποίητο» – roller coaster αγωνίας και τρόμου, χρησιμοποιώντας για πρώτη ύλη την πιο πρωτόγονη ιδέα: δεινόσαυρους. Η κινηματογραφική ανάσταση των δεινοσαύρων το 1993 προκάλεσε εξελίξεις στο DNA του χολιγουντιανού μπλοκμπάστερ, τα ταμεία μίλησαν το «γονιδίωμα» των δολαρίων και το «Jurassic Park» κοινώνησε την αίσθηση του τεχνολογικού θαύματος, επιστρέφοντας το μεγάλο θέαμα στις πραγματικές του διαστάσεις.

Προφανώς και η αίσθηση δέους απέναντι στον αρχέγονο, προϊστορικό τρόμο, το προσοδοφόρο μάρκετινγκ και το ανανεωμένο ενδιαφέρον του κόσμου για την επιστήμη της παλαιοντολογίας, οδήγησε σε σίκουελ. Μόνο που όλα όσα ακολούθησαν είχαν χάσει πια την αίσθηση της έκπληξης και τον εγγενή θαυμασμό που προκαλεί. Τι μπορεί να προσφέρει, λοιπόν, η πέμπτη ταινία της σειράς σε σκηνοθεσία του (πολύ ενδιαφέροντα) Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα;

Το «Jurassic World: Το Βασίλειο Έπεσε» ως κονσεπτ (και αρκετές φορές ως εκτέλεση) αφήνει δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στο σίκουελ και το ριμέικ, μιας και πατά στα ίχνη του «Χαμένου Κόσμου» (1997) του Σπίλμπεργκ. Η ταινία αποτελείται από δυο μέρη: το πρώτο αφορά τους ανεξέλεγκτους δεινόσαυρους του νησιού και το δεύτερο τις συνέπειες της μεταφοράς τους στην πόλη, με τη δράση να εντοπίζεται σε μία τεράστια έπαυλη. Ο Μπαγιόνα έχει πολύ δυνατές οπτικά ιδέες για να σπείρει τρόμο και να δημιουργήσει εντυπωσιακές σκηνές και εικόνες, αλλά οι συμπαγείς βάσεις της εμπορικής συνταγής, που αναπόφευκτα μπαίνουν στην εξίσωση, προδίδουν τη διάθεση για εξέλιξη.

Κρίμα που το «World» του τίτλου παραμένει «περιορισμένο» σε εύρος και αποτελεί χαμένη ευκαιρία για μία μετάλλαξη του franchise.

Το πρόβλημα της ταινίας είναι η σεναριακή ανακύκλωση ιδεών και ο προδιαγεγραμμένος, λες και υπηρετεί γενετικό κώδικα, τρόπος με τους οποίους διαχειρίζεται τους χαρακτήρες στο μεγαλύτερο μέρος της. Ο Κρις Πρατ είναι ένας σύγχρονος ιππότης, και στην περίπτωση που είχατε αμφιβολία για το στερεότυπο, υπάρχει ατάκα του σεναρίου για να σας το «πει». Η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ συρρικνώνεται ερμηνευτικά σε μία τυπική scream queen, οι ωφελιμιστές επιχειρηματίες είναι καρικατούρες και ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ γεφυρώνει τους συσχετισμούς με το παρελθόν, σε μία ολιγόλεπτη σκηνή που έχει χαρακτήρα cameo κι όχι γνήσιας επιστροφής. Σε μία «Jurassic» ταινία, ασφαλώς και το θέμα είναι το θέαμα, αλλά τα παραπάνω δημιουργούν μία εξαιρετικά απλουστευμένη σχηματική βάση, που λειτουργεί εις βάρος της χαλαρής διασκέδασης.

Υπάρχουν όμως στιγμές που το «Βασίλειο Έπεσε» αρχίζει και «ανεβαίνει». Είναι όταν ο Μπαγιόνα αναλαμβάνει δράση και μεταλλάσσει τις ευκολίες του σεναρίου σε δυναμικά κινηματογραφικά καρέ έντασης, που αποτυπώνουν θαυμάσια τη σύγκρουση φύσης – ανθρώπου. Με τη συνδρομή του μόνιμου συνεργάτη του, διευθυντή φωτογραφίας Όσκαρ Φαούρα, ο Μπαγιόνα βρίσκει ιδέες που συμπυκνώνουν το βασικό θέμα του «Jurassic»: την ανθρώπινη ύβρη και τη σαρωτική δύναμη της φυσικής επιλογής. Η έκρηξη του ηφαιστείου στο νησί του «Jurassic World», ο ρόλος κλειδί της ανήλικης εγγονής, η αίσθηση πως αυτή τη φορά οι δεινόσαυροι έχουν χαρακτήρα και δεν είναι ψηφιακά θανάσιμα θηρία, το σινεφιλικό στήσιμο της τρίτης πράξης με την έπαυλη να μοιάζει με στοιχειωμένο σπίτι και τον Μπαγιόνα να υιοθετεί ατμόσφαιρα γοτθικού παιδικού εφιάλτη, είναι στοιχεία που αναβαθμίζουν την εμπειρία αυτού του «Jurassic». Ο σκηνοθέτης υπακούει τις εμπορικές επιταγές, αλλά παράλληλα δεν χάνεται. Συνεχίζει με την τέταρτη ταινία του μία συλλογιστική για την «εμπειρία» της παιδικής ηλικίας, συνεπής μετά την καταγραφή των αντιπαραθέσεών της με τον χρόνο («Ορφανοτροφείο»), τη φύση («The Impossible»), την οικογένεια («7 Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα»). Στο «Βασίλειο Έπεσε» τα όρια της βιοηθικής, η οικολογία και η φυσική νομοτέλεια, είναι οι πιο ενδιαφέρουσες στάσεις αυτής της ξενάγησης.

Σίγουρα περισσότερο σκοτεινή και βίαιη από τις προηγούμενες της σειράς, το καινούργιο «Jurassic World» υποθάλπει τη νοσταλγία των δυο πρώτων, χωρίς να είναι εξίσου παρελθοντολάγνο με την ταινία του Τρέβοροου. Κρίμα που το «World» του τίτλου παραμένει «περιορισμένο» σε εύρος και αποτελεί χαμένη ευκαιρία για μία μετάλλαξη του franchise σε κάτι πιο φρέσκο. Το φινάλε μένει ανοιχτό σε μία συνέχεια που – ανεξάρτητα με το αν αποδειχθεί επιτυχημένη – υπόσχεται κάτι νέο και πιο ενδιαφέρον. Ευχόμαστε ο Κόλιν Τρέβοροου, που θα σκηνοθετήσει το επόμενο κεφάλαιο  (με ημερομηνία εξόδου 2021), να αδράξει την ευκαιρία.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: