Αρχές της δεκαετίας του '50, προτού ακόμη γίνει η περίφημη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που έμελλε να γνωρίσουμε αργότερα, η νεαρή Πατρίσια Χάισμιθ προσπαθούσε να συντηρήσει τον εαυτό της, δουλεύοντας ως υπάλληλος σε ένα πολυκατάστημα της Νέας Υόρκης. Ένα απόγευμα το βλέμμα της έπεσε επάνω σε μια κομψή και ιδιαίτερα ελκυστική γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, η οποία την συνεπήρε με την παρουσία της, λίγο πριν χαθεί δια παντός μέσα στο υπόλοιπο πλήθος.
Γυρίζοντας σπίτι, η Χάισμιθ αρρώστησε με ανεμοβλογιά και μέσα στον πυρετό της φαντάστηκε πώς θα μπορούσε να εξελιχτεί ένα πιθανό ερωτικό ειδύλλιο ανάμεσα σε εκείνη και στη μυστηριώδη γυναίκα που την γοήτευσε. Αμέσως μετά, και δίχως να έχει συνέλθει καλά-καλά από την αρρώστια, μετέφερε τα πάντα στις σελίδες ενός βιβλίου που πήρε το όνομα «The Price of Salt» και κυκλοφόρησε το 1952.
Η Χάισμιθ υπέγραψε με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν ένα μυθιστόρημα το οποίο στάθηκε πρωτοποριακό για τα τότε λογοτεχνικά δεδομένα, καθώς περιέγραφε χωρίς αναστολές και με καθόλου απαισιόδοξο τρόπο ένα παθιασμένο λεσβιακό ρομάντζο σε μια εποχή όπου τα ήθη απέναντι σε ζητήματα διαφορετικότητας παρέμεναν ακόμη αμείλικτα.
Το βιβλίο αυτό επρόκειτο να σηματοδοτήσει την επιστροφή του Τοντ Χέινς (της φήμης του «Safe» και του «Velvet Goldmine») πίσω από την κάμερα, έπειτα από οκτώ χρόνια κινηματογραφικής απουσίας, με μοναδική του δουλειά στο μεταξύ την έξοχη μεταφορά που επιχείρησε στην «Mildred Pierce», το 2011, για λογαριασμό της μικρής οθόνης.
Ένα κινηματογραφικό σύμπαν εύθραυστου ρομαντισμού, χειμωνιάτικης μελαγχολίας, θεσπέσιας ρετρό αναβίωσης και υπνωτικής ομορφιάς
Όπως η τηλεοπτική διασκευή στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν είχε ως πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που προσπαθούσε να χαράξει τον δικό της δρόμο προς την αυτογνωσία, με φόντο τη διαρκώς μεταβαλλόμενη Αμερική στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έτσι και το «Carol» επιστρέφει τον σκηνοθέτη στην ίδια σημαδιακή περίοδο για να διερευνήσει παρόμοιες εντάσεις ανάμεσα σε θηλυκές ηρωίδες οι οποίες διεκδικούν την προσωπική τους χειραφέτηση και σε μια ολόκληρη συντηρητική κοινωνία η οποία δεν είναι έτοιμη για να δεχτεί κάτι τέτοιο.
Εκεί που θα περίμενε κανείς, εντούτοις, ότι ο Χέινς θα επαναλάμβανε κι εδώ το μελοδραματικό και τεχνικολόρ fifites κρεσέντο που ενορχήστρωσε το 2002 με το «Ο Παράδεισος Είναι Μακριά» ή θα επιχειρούσε μια πιο μεταμοντέρνα προσέγγιση στο είδος των ταινιών εποχής, το «Carol» αποδεικνύεται μια πιο διακριτική και ευγενής περίπτωση φιλμ, έτσι τρυφερά και συμπονετικά όπως αναπαριστά την αμοιβαία έλξη που γεννιέται ανάμεσα σε μια δυστυχισμένη από τον γάμο της άστη άνω των σαράντα ετών και μια αρκετά μικρότερή της νεαρή, σε μια Νέα Υόρκη που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα του 1952.
Εξαιρετικός δημιουργός, που υπηρετεί κάθε φορά με ανατρεπτική και εξερευνητική διάθεση το υλικό του και ξέρει πάντα πώς να προσαρμόζεται νοητικά και στιλιστικά σε αυτό, ο 54χρονος Χέινς χτίζει στην καινούργια του ταινία ένα κινηματογραφικό σύμπαν εύθραυστου ρομαντισμού, χειμωνιάτικης μελαγχολίας, θεσπέσιας ρετρό αναβίωσης και υπνωτικής ομορφιάς το οποίο περιβάλλει σαν προστατευτικό κουκούλι τις δυο ηρωίδες και δεν τις αφήνει να εκτεθούν.
Ο κόσμος του «Carol» είναι ένας κόσμος ψιθύρων, υποψιασμένων βλεμμάτων, λαθραίων χειρονομιών και καλογυαλισμένων επιφανειών που μέσα τους καλλιεργούν τους πιο ανεκδήλωτους πόθους. Ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, στα κοινωνικά προσωπεία που πρέπει να φορεθούν και στις κρυμμένες επιθυμίες που αγωνιούν να εκδηλωθούν, ο Χέινς χωρά έναν πανέμορφο και σχεδόν ελεγειακό στοχασμό πάνω στην απελευθερωτική δύναμη του έρωτα και την επίτευξη της αυτογνωσίας μέσα από την εμπειρία της σεξουαλικότητας. Επιτυγχάνοντας μια σπάνια ερμηνευτική χημεία μεταξύ τους, η Κέιτ Μπλάνσετ και η Ρούνεϊ Μάρα γίνονται τα λαμπρότερα στολίδια ενός αρχοντικά συναισθηματικού φιλμ.