Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους μια ταινία όπως το «Creed» θα μπορούσε να στεφθεί εξαρχής με αποτυχία. Ο πρώτος και βασικότερος είναι η απόπειρά της να τονώσει μια κουρασμένη κινηματογραφική μυθολογία, όπως είναι αυτή που κουβαλάει εδώ και σαράντα χρόνια στις πλάτες του ο πυγμαχικός ήρωας τον οποίο συνέλαβε σεναριακά και ερμήνευσε ο Σιλβέστερ Σταλόνε.
Ο δεύτερος είναι η δυσκολία του να έρχεσαι αντιμέτωπος με μια ταινία συνταγής (όπως είναι το αθλητικό δράμα), φορτωμένη τις εισπρακτικές βλέψεις ενός μεγάλου στούντιο και τις προσδοκίες εκατομμυρίων θαυμαστών του «Ρόκι» και να προσπαθείς μέσα σε αυτήν να υψώσεις την προσωπική σου φωνή και να επιχειρήσεις κάτι διαφορετικό και πιθανόν καλύτερο.
Σε όλα τα παραπάνω προσφέρει τις λύσεις ο Ράιαν Κούγκλερ. Νεαρός δημιουργός που φιλμάρει από καρδιάς και με γνήσιο πάθος, όπως απέδειξε και με το δυνατό μελό του «Fruitvale Station» (2012), ο 29χρονος σκηνοθέτης δεν είχε καν γεννηθεί όταν ο πρώτος «Ρόκι» λήστευε αιφνίδια τα δυο βασικότερα Όσκαρ της χρονιάς εκείνης από σίγουρα φαβορί όπως το «Δίκτυο» του Σίντνεϊ Λουμέτ και το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» του Άλαν Τζ. Πάκουλα, δεν είχε προλάβει να γαλουχηθεί με τη μόδα των συγκεκριμένων ταινιών και πιθανότατα δεν ανήκε στην πλειοψηφία του λευκού κοινού που ως επί το πλείστον τις αποθέωνε.
Ο Ράιαν Κούγκλερ είχε, παρ’ όλα αυτά, μια έξυπνη ιδέα προκειμένου να ανανεώσει την εξουθενωμένη φιλμική κληρονομιά του «Ιταλού επιβήτορα», να περάσει αξιοπρεπώς τη σκυτάλη σε έναν ήρωα της επόμενης γενιάς και να κερδίσει ένα νεώτερο κοινό, δίχως να γυρίζει την πλάτη του στους οπαδούς των παλιών φιλμ.
Σκέφτηκε πολύ απλά να συστήσει τον νεαρό, νόθο γιο του Απόλλο Κριντ, μοναδικού ένδοξου αντιπάλου στις πυγμαχικές αναμετρήσεις του Ρόκι Μπαλμπόα, να τον βάλει να ακολουθεί τα βήματα του διάσημου πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ (στο «Ρόκι 4» τον βλέπουμε να πέφτει νεκρός από τις γροθιές του ανελέητου Ιβάν Ντράγκο) και να ζητά τη βοήθεια ενός γερασμένου, μοναχικού και αρχικά απρόθυμου Μπαλμπόα προκειμένου να χτίσει από το μηδέν τη δική του καριέρα στο ρινγκ.
Μια πανέμορφη ιστορία πάνω στον αφοπλιστικό τρόπο με τον οποίο ο παλιός κόσμος μπορεί να συνυπάρξει με τον καινούργιο και μαζί να γεννήσουν ένα μικρό σύμπαν ανθρωπιάς και κατανόησης από το οποίο να μπορεί κανείς να αντλεί προκειμένου για τις μάχες που υποχρεώνεται (ή επιλέγει) να δώσει στη ζωή.
Γύρω από τους δυο αυτούς, τρυφερά σκιαγραφημένους ήρωες, και με φόντο μια σημερινή Φιλαδέλφεια που μοιάζει με μελαγχολικό απομεινάρι αλλοτινών και φωτεινότερων ημερών, ο Κούγκλερ βάζει να συναντηθούν οι εκπρόσωποι δυο διαφορετικών εποχών και φυλών, της ίδιας όμως προσκόλλησης σε ένα πιθανότατα αυτοκαταστροφικό ιδεώδες, της ίδιας απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο και της ίδιας επιθυμίας για λίγη κατανόηση και στοργή.
Φωτογραφημένο σε γήινες, χειμωνιάτικες αποχρώσεις που δεν γυρεύουν εντυπώσεις, όπως ακριβώς και η ανεπιτήδευτη σκηνοθεσία, το «Creed» χτίζει οικονομημένα, μεθοδικά και χωρίς περιττές κουβέντες την ανεκτίμητη σχέση πατέρα και γιού που αναπτύσσουν σταδιακά οι δυο ήρωες και ταυτόχρονα διηγείται μια πανέμορφη ιστορία πάνω στον αφοπλιστικό τρόπο με τον οποίο ο παλιός κόσμος μπορεί να συνυπάρξει με τον καινούργιο και μαζί να γεννήσουν ένα μικρό σύμπαν ανθρωπιάς από το οποίο να μπορεί κανείς να αντλεί προκειμένου για τις μάχες που υποχρεώνεται (ή επιλέγει) να δώσει στη ζωή.
Είναι μια οπωσδήποτε απλή και ρομαντική σκέψη η οποία δίνει, ωστόσο, απρόσμενο συγκινησιακό πλούτο στην καρδιά αυτής της γενναιόδωρης ταινίας που σέβεται τον προκάτοχό της (του 1976), κλείνει νοσταλγικά το μάτι σε προσφιλείς και εύκολα αναγνωρίσιμες λεπτομέρειες των προηγούμενων «Ρόκι», ανταποκρίνεται επάξια στις απαιτήσεις ενός αθλητικού φιλμ και ταυτόχρονα ανακαλύπτει συναισθηματικές πτυχές που καμιά προηγούμενη ταινία της σειράς δεν είχε κατορθώσει να εξερευνήσει.
Κυρίως, όμως, φέρνει στην οθόνη έναν αριστοκρατικά θλιμμένο γερόλυκο, που κρύβεται περήφανος πίσω από τις σοφές ρυτίδες, τα μετρημένα λόγια, το νωχελικό βλέμμα και τα βαριά βήματα του βετεράνου Μπαλμπόα, δίνει στον Σιλβέστερ Σταλόνε τη δυνατότητα να καταφέρει μακράν την πιο μεστή και ώριμη ερμηνεία της καριέρας του και απέναντί του τοποθετεί τον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, έναν χαρισματικό και μαγνητικό πρωταγωνιστή ο οποίος προσπερνά το επιθετικά αρρενωπό περίβλημα του ρόλου του για να βρει ανέλπιστες ευαισθησίες και να εκμηδενίσει εκφραστικά την απόσταση ανάμεσα στο παρορμητικό αγόρι και τον συνειδητοποιημένο ενήλικα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το «Creed» δεν είναι μια ακόμη mainstream ταινία στυγνής εμπορικής λογικής και τεμπέλικης χολιγουντιανής φόρμουλας, αλλά ένα λαμπρό παράδειγμα του πώς μπορεί να ενσωματώσει κανείς ιδανικά το χθες στο κινηματογραφικό σήμερα και να προσφέρει πρώτης τάξεως ψυχαγωγία σε παλιούς και νέους θεατές οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα εγκαταλείψουν χορτασμένοι την προβολή. Ο Κούγκλερ συνέλαβε μια τίμια και γοητευτικά παλιομοδίτικη ταινία στην οποία αξίζει όλη η αγάπη.