Love & Mercy

Δυο μεγάλα κεφάλαια της ζωής του frontman των Beach Boys, Μπράιαν Γουίλσον, που ακόμα και τα χρόνια της μεγάλης τους επιτυχίας στην Αμερική της δεκαετίας του '60 έμοιαζε να παίζει κυνηγητό με τους δαίμονές του αποδομούνται και φτάνουν μέχρι το σήμερα με ένα ερμηνευτικό πινκ πονγκ με δυο εξαιρετικά συγχρονισμένους Πολ Ντάνο και Τζον Κιούζακ.

Elle 05 Αυγ. 15
Love & Mercy

Στην Καλιφόρνια των αρχών του '60, τρια αδέρφια, ο ξάδερφός τους και ένας φίλος τους κλειδώθηκαν σε ένα υπόγειο στούντιο και κούρδισαν τις κιθάρες τους, τα μπάσα τους, αλλά κυρίως ένωσαν τις φωνές τους κάτω από μια ελευθέρων ηθών κουλτούρα που μιλούσε για σερφ και ρομαντικούς έρωτες. Άλλοτε ακαταλαβίστικα και άλλοτε κατ΄ευθείαν σαν σφαίρα στην καρδιά, οι Beach Boys θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τα 1966, όπου το αλμπουμ τους «Pet Sounds» θα τους δώσει αυτό που ήθελαν περισσότερο, κι αυτό που απεύχονταν ακόμη περισσότερο. Καλλιτεχνική αποδοχή, μα άδεια ταμεία.

Σε ένα τέτοιο, γεμάτο πληροφορίες πλαίσιο, o σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενος στη σκηνοθεσία (είχε παραδώσει στις αρχές του '90 το «Old Explorers»), παραγωγός (τως σοκαρικών «Δέντρου της Ζωής» του Τέρενς Μάλικ, του «12 Χρόνια Σκλάβος» του Στιβ Μακούιν, αλλά και του «Μυστικού του Brokeback Mountain» του Ανγκ Λι) Μπιλ Πόλαντ στήνει ένα ανατριχιαστικό χρονικό βασισμένο σε αληθινά περιστατικά της ζωής του frontman του συγκροτήματος, Μπραιαν Γουίλσον, της σχέσης με τα υπόλοιπα μέλη, του αυταρχικού πατέρα, μιας απούσας μητέρας, των δαιμόνων του, της επιτυχίας του, αλλά και ενός δυνάστη «φύλακα-αγγέλου» που ζει μαζί του στο τώρα.

Με μπόλικες μουσικές εισαγωγές, ο Πόλαντ «ξεφουσκώνει» το βαρύ φορτίο ενός ήρεμου ήρωα, που χωρίς εξάρσεις, μοιάζει σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Εδώ έγκειται η προσεγμένη και καθ' όλα «διαβασμένη» και ειλικρινής ερμηνεία του Πολ Ντάνο, ενός αντι-ήρωα που στέκεται ευθυτενής μπροστά στην επιτυχία που ο ίδιος χτίζει, αλλά δείχνει αδύναμος να διαχειριστεί.

Αυτή η αναβλητικότητα των ευθυνών του θα τον φέρει έρμαιο στα χέρια επιτήδειων -συμπεριλαμβανομένων και μελών της οικογένειάς του- που θα εκμεταλλευτούν τον λαβύρινθο που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, φράζοντας τις διεξόδους.

Το επιδέξιο πινγκ πονγκ με το σήμερα, σαν ένας αέναος διάλογος που «φτύνει» νότες θα σηκώσει στους ώμους του ένας «άλλος» ήρεμος, μα μεγάλος Τζον Κιούζακ που σαν να παίρνει το είδωλο του Ντάνο, το κουβαλάει σα νεκρό σώμα σε ένα αποχρωματισμένο παρόν, που δεν τον αφήνει να νιώσει τον έρωτα, την χαρά, ακόμα και την λύπη.

Ο τρόπος του Πόλαντ να συνταιριάξει δυο σπασμένους χαρακτήρες, που ουσιαστικά συνθέτουν έναν παραδομένο Γουίλσον, του επιτρέπει να απλώσει την ιστορία του μέσα σε ένα απόλυτα δομημένο δίωρο, όπου σκοντάφτει σε ένα «απολαυστικό» ατόπημα.

Το παρον του Γουίλσον -βασισμένο σε αληθινά περιστατικά- βρίσκεται προσκολλημένο σε έναν κηφήνα που καπηλεύεται την ζωή του Beach Boy μέσω της αλλοτινής επιτυχημένης πορείας του και δεν τον αφήνει να αναπνεύσει την στιγμή που πρέπει.

Κινδυνεύοντας να καταλήξει ένα δράμα κλειδαραότρυπας, ο Πόλαντ προλαβαίνει την τελευταία στιγμή να στρίψει το τιμόνι, αφήνοντας το γκάζι στα πόδια του ανατριχιαστικά εκλεκτικού Πολ Τζιαμάτι, που με ορμή τσαλακώνει την οθόνη και αποζητάει την προσοχή που του πρέπει. Γιατί του πρέπει.

Σαν τρισυπόστατη οντότητα, η ταινία χωρίζει και μοιράζει τις ευθύνες του στα τρία αυτά πρόσωπα, που ουσιαστικά συνθέτουν έναν χαρακτήρα, άγιο και δαίμονα μαζί, που κάποτε τραγουδούσε για «όμορφες δονήσεις».

Χωρίς να δαθέτει μονάχα αρετές, το «Love & Mercy» αναγκάζεται να κουβαλάει εκείνη την ενοχή των μουσικών βιογραφιών που δεν βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους για την ενηλικίωση, παραμένοντας ωστόσο ικανοποιητικά και εμπνευσμένα διεκπεραιωτικές. 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT