Το να αναμετρηθείς κινηματογραφικά με ένα από τα κορυφαία και περισσότερο διασκευασμένα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, ιδίως όταν έχουν προηγηθεί οι μεταφορές του Όρσον Γουέλς, του Ακίρα Κουροσάβα και του Ρόμαν Πολάνσκι, είναι μια απόπειρα δύσκολη και αρκετά ευάλωτη στο να υποστεί συγκρίσεις οι οποίες δεν αποκλείεται να στραφούν εναντίον της.
Επιχειρώντας τη δική του εκδοχή στον περίφημο «Μάκβεθ», μόλις στη δεύτερη μεγάλου μήκους του δουλειά, ο Αυστραλός σκηνοθέτης που απέκτησε πριν μερικά χρόνια ανέλπιστα θερμή υποδοχή χάρη στο ρεαλιστικό και πολύ σκληρό δράμα «Snowtown», θέτει ψηλά τον πήχη για τον εαυτό του.
Τοποθετώντας τα γυρίσματα της ταινίας του με φόντο το τραχύ, σχεδόν πρωτόγονο τοπίο της σκωτσέζικης επαρχίας, ο Κερζέλ αφήνεται πολύ σωστά να παρασυρθεί από την δύναμή του και προσεγγίζει την σαιξπηρική τραγωδία σαν να ανήκει στην πατρίδα και στην ιδιαίτερη γεωγραφία της.
Από αυτή την επιλογή προκύπτουν και οι δυο δυνατότερες σκηνές της ταινίας, μία στο ξεκίνημα και μία στο φινάλε, οι οποίες αναπαριστούν μάχες δοσμένες μέσα σε όλη τη σώμα με σώμα έντασή τους και σε όλη τους τη δριμύτητα.
Στην εναρκτήρια μάχη είναι που ο ήρωας θα παρασυρθεί από τα μοιραία καλέσματα τριών μαγισσών, οι οποίες προφητεύουν για εκείνον τον ρόλο του μελλοντικού βασιλιά, και θα φροντίσει να μετατρέψει τα λόγια τους σε ψυχωτική του σταυροφορία, επιχειρώντας να πραγματώσει με κάθε μέσο τον χρησμό τους.
Γύρω από την σαγήνη της εξουσίας και τις ολέθριες χίμαιρες της ανθρώπινης φιλοδοξίας έχτισε ο Σαίξπηρ το μέγιστο δράμα του, προσφέροντας στην διαχρονική τέχνη όχι μόνο έναν ήρωα που πέφτει θύμα απατηλών υποσχέσεων και ηττάται από τα κατώτερα ένστικτά του, αλλά και μια άξια παρτενέρ του η οποία παρασύρει τον σύζυγό και τον εαυτό της στον μαθηματικά ακριβή χαμό τους.
Φυσικά όλα αυτά καλό είναι να τα γνωρίζει κανείς από την εκ των προτέρων ανάγνωση του «Μάκβεθ» και όχι από την παρακολούθηση της ταινίας, γιατί η φιλμική μεταχείριση του Κερζέλ αποδεικνύεται ελλιπής. Παρ' όλο που εργάστηκαν τρεις σεναριογράφοι στη μεταφορά του έργου, ο κινηματογραφικός «Μάκβεθ» προκύπτει αναιμικός και παράξενα επίπεδος, με την πλούσια ψυχολογική και συναισθηματική διάσταση του μύθου να παραμένει θολή και αναξιοποίητη κάπου στο φόντο της δράσης.
Όσο ικανός φέρεται στο μεταξύ να είναι ο Κερζέλ στον χειρισμό των τεχνικών του μέσων, είναι προφανές ότι το φιλμ που είχε στο μυαλό του στερείται ενός πραγματικού σκηνοθετικού οράματος. Για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας αισθάνεται κανείς όχι ότι βλέπει να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του ένα γνήσιο δράμα που εκτυλίσσεται μεταξύ πραγματικών ανθρώπων και όχι συμβόλων, αλλά ότι του διαβάζει το έργο ένας θίασος επαγγελματιών που απλώς κάνουν σωστά τη δουλειά τους και λένε καλά τα λόγια τους.
Ακόμη πιο προβληματική αποδεικνύεται η διανομή των ρόλων. Εκφραστικός και γεμάτος νεύρο ηθοποιός, ο Μάικλ Φασμπέντερ επιτυγχάνει μια αξιοσημείωτη σωματικότητα στην ερμηνεία του, φαντάζει όμως αστήρικτος από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, περιφέροντας μια υπαρξιακή κόλαση που ελάχιστα καταλαβαίνουμε στο βάθος της ως θεατές και ακόμη πιο λακωνικά μεταφράζεται στην ταινία.
Δίπλα του, η Μαριόν Κοτιγιάρ με τα προσεγμένα αγγλικά της και την επίσης αξιοπρεπή προφορά της, μοιάζει με λάθος επιλογή καθώς αδυνατεί να τιθασεύσει τα πιο ντελικάτα και ευαίσθητα χαρακτηριστικά του παρουσιαστικού και της υποκριτικής της στόφας στην υπηρεσία ενός σχεδόν δαιμονικού χαρακτήρα.
Χαμένος πίσω από τα σύννεφα καπνού που γεμίζουν τα πλάνα κάθε λίγο και λιγάκι, μήπως και στολίσουν την ταινία με μια μεταφυσική αύρα που σίγουρα θα της ταίριαζε, ο Τζάστιν Κερζέλ αφήνει την διήγησή του ξεκρέμαστη από μεγαλειώδεις δραματουργικές σκηνές, σπάνια λοξοδρομεί από τον ασφαλή δρόμο της σαιξπηρικής πρόζας και σκηνοθετεί γραμμικά, χωρίς εκπλήξεις και δίχως ιδιαίτερη πρωτοβουλία ένα σπαρακτικό και βίαιο έργο που καταλήγει συμβατικό στη μεγάλη οθόνη.