Μία από τις πλέον αξιοσημείωτες ταινίες του πρόσφατου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, το «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη» βασίζεται στην αυτοβιογραφικής χροιάς νουβέλα της Ντυράς («Η Οδύνη») και μας μεταφέρει στο κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι του ‘44. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας δεν είναι άλλο ασφαλώς από την ίδια τη Γαλλίδα συγγραφέα, η φιγούρα της οποίας ζωντανεύει από τη μαγνητική παρουσία της Μελανί Τιερί («Το Θεώρημα Μηδέν»).
Το φιλμ του 56χρονου Εμανουέλ Φινκιέλ επικεντρώνεται στην Ντυράς τον καιρό που συμμετείχε στην αντίσταση, υπομένοντας καθημερινά τη μαρτυρική αγωνία για την τύχη του αιχμάλωτου συζύγου της. Στην κατά τα φαινόμενα σημαντικότερη ταινία του μετά το κάπως μακρινό πια ‘99 και το «Voyages», ο Γάλλος Φινκιέλ βρίσκει μια χρυσή αφηγηματική τομή, παρουσιάζοντας τον Γολγοθά της σημαντικής Γαλλίδας λογοτέχνιδας χωρισμένο σε δύο ευδιάκριτα μέρη, σαν να πρόκειται για δύο ξεχωριστές ταινίες, τις οποίες ωστόσο συνδέει αποτελεσματικότατα.
το δίδυμο της Τιερί με τον Μαζιμέλ φωτοβολεί, ανεβάζοντας την ένταση σε κάθε σκηνή όπου οι δύο πρωταγωνιστές συνυπάρχουν.
Σημείο καμπής για την ταινία γίνεται η απελευθέρωση της γαλλικής πρωτεύουσας. Μέχρι να φτάσουμε εκεί, «Η Οδύνη» αναπτύσσεται σαν ένα κατασκοπικό θρίλερ, με την Ντυράς να βρίσκεται πελαγωμένη ανάμεσα στην αγωνία για τον άντρα της, το φόβο για το αν εκείνος θα λυγίσει υπό την πίεση της Γκεστάπο μαρτυρώντας εκείνη και άλλα μέλη της γαλλικής αντίστασης, το συναισθηματικό της μπέρδεμα εξαιτίας της εξωσυζυγικής σχέσης με ένα σύντροφο και τέλος την ριψοκίνδυνη επαφή της με τον δοσίλογο αστυνομικό Πιέρ Ραμπιέρ (ο Μπενουά Μαζιμέλ από τη «Δασκάλα του Πιάνου»), από τον οποίο ευελπιστεί να αποσπάσει πληροφορίες για τον σύζυγό της δίχως να αποκαλυφθεί η δράση της.
Σε αυτό το πρώτο μέρος, το δίδυμο της Τιερί με τον Μαζιμέλ φωτοβολεί, ανεβάζοντας την κατακόρυφα ένταση σε κάθε σκηνή όπου οι δύο πρωταγωνιστές συνυπάρχουν. Στο δε πρόσωπο του Μαζιμέλ, ο Φινκιέλ αντικατοπτρίζει και μελετά τον εσωτερικό διχασμό που βίωσε η γαλλική κοινωνία μεταξύ όσων αντιστάθηκαν στον φασισμό και εκείνων που συντάχθηκαν με τον εχθρό. Πρόκειται για ένα ζήτημα ταμπού με το οποίο λίγοι σκηνοθέτες επέλεξαν να αναμετρηθούν στο παρελθόν, με πρώτο και καλύτερο τον Λουί Μαλ (βλ. «Επώνυμο: Λακόμπ, Όνομα: Λισιέν»).
Έπειτα από την απελευθέρωση του Παρισιού και αφού έχει προηγηθεί ένα ιδανικό κλείσιμο της υποπλοκής που αφορά την περίπλοκη συναναστροφή της Ντυράς και τον αστυνόμο, προκύπτει θα λέγαμε μια διαφορετική ταινία, η οποία επικεντρώνεται στην ηρωίδα και την αγωνιώδη αναμονή που βιώνει. Πρόκειται για ένα δεύτερο μέρος το οποίο όχι μόνο δε χάνει τη δυναμική του απομακρυνόμενο από το σασπένς του κατασκοπικού θρίλερ που μόλις του παρέδωσε την αφηγηματική σκυτάλη, αλλά αντιθέτως μεταστρέφεται σε μία περίτεχνης εσωτερικής έντασης δράμα με σαφείς πολιτικές νύξεις για την μεταπολεμική Γαλλία του Ντε Γκωλ. Για να το πούμε διαφορετικά, αν το πρώτο μέρος του «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη» κερδίζει την προσοχή μας, το δεύτερο είναι εκείνο που την παγιώνει και την εξελίσσει σε πηγαία ενσυναίσθηση απέναντι στο προσωπικό μαρτύριο μιας γυναίκας που βλέπει καθημερινά τα τρένα να φέρνουν στο Παρίσι τους εξαθλιωμένους αιχμαλώτους, όχι όμως τον άντρα της.
Με όπλο το voice over της Τιερί, τη χρήση μη γραμμικής αφήγησης, το στοιχείο του απομακρυσμένου ερωτικού τριγώνου και βέβαια τη μουσική, ο Φινκιέλ μοιάζει όσο περνά η ώρα να κλείνει με νόημα το μάτι στο αριστουργηματικό «Χιροσίμα Αγάπη Μου», το σενάριο του οποίου υπέγραψε άλλωστε η Μαργκερίτ Ντυράς. Τελικά, η αίσθηση που αποκομίζουμε από την «Οδύνη» είναι πως ο 56χρονος σκηνοθέτης δεν αρκείται στο να παραδώσει μια πρώτου επιπέδου διασκευή νουβέλας ή ένα αποσπασματικό βιογραφικό αφήγημα, αλλά μία δημιουργία πολλαπλών στοχεύσεων που διεκδικεί μια βαθύτερη σύνδεση με την ιδιοσυγκρασιακή πένα της Ντυράς.