Αρχές της δεκαετίας του 1920, στα παριζιάνικα περίχωρα, η ζάμπλουτη Μαργκερίτ Ντιμόν (Κατρίν Φρο) μαζεύει στην πολυτελή αυλή της όλο τον καλό τον κόσμο για να του προσφέρει κάτι που αγαπά με πάθος, τη μουσική. Μόνο που η πηγαία έκφραση αυτού του πάθους είναι κάτι το ανυπόφορο, καθώς η αγαθή αυτή γυναίκα τραγουδά εξωφρενικά παράφωνα, πιστεύοντας ακράδαντα πως είναι μία αξιοσέβαστη σοπράνο.
Κανείς στον περίγυρό της, από τον μονίμως απόντα σύζυγο ως το κοινό που γελά πίσω από την πλάτη της, δε διανοείται να της πει την αλήθεια. Μία αλήθεια με την οποία η Μαργκερίτ ετοιμάζεται να έρθει εν αγνοία της κατάφατσα, όταν αποφασίζει πως ήρθε η ώρα να προετοιμαστεί για τη μεγάλη ώρα που θα δώσει το πρώτο της πραγματικό ρεσιτάλ μπροστά σε κανονικό κοινό.
Η συμπαθής παρουσία της Κατρίν Φρο («Δείπνο Ηλιθίων», «Το Κορίτσι Που Γυρίζει τις Σελίδες», «Υψηλή Μαγειρική») είναι ό,τι καλύτερο σε ένα χρονικά και εκφραστικά ανοικονόμητο φιλμ, ενδεικτικό της περιφραστικής διάθεσης που μαστίζει ουκ ολίγες σύγχρονες γαλλικές παραγωγές, αλλά και της αδυναμίας του σκηνοθέτη Ξαβιέ Τζιανολί να εστιάσει στο θέμα της ταινίας του. Αφορά άραγε στην τραγική φιγούρα ενός ανθρώπου που ζει στη φαντασίωση και το ψέμα, ή μήπως στις οδυνηρές συνέπειες της σύγκρουσης ανάμεσα στην προσωπική επιθυμία και την έλλειψη ταλέντου (βλ. τη χαρακτηριστική περίπτωση του Εντ Γουντ που έγινε ταινία από τον Μπάρτον); Αποτελεί μια σατιρικής χροιάς μομφή απέναντι στην υποκρισία της λεγόμενης «καλής κοινωνίας», ή έχει να κάνει περισσότερο με την απέλπιδα προσπάθεια μιας γυναίκας να (ξανα)κερδίσει την προσοχή του άνδρα που αγαπά; Η «Μαργκερίτ», βασισμένη χαλαρά στην περίπτωση της Αμερικανίδας τραγουδίστριας της όπερας Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, δείχνει διατεθειμένη να καταπιαστεί με όλα τα παραπάνω, με αφέλεια πως προλαβαίνει να τα αναδείξει ανάλογη εκείνης που χαρακτηρίζει την ομώνυμη ηρωίδα της.
Ταυτόχρονα, σε κάτι παραπάνω από δύο ώρες, όσα κωμικά ευρήματα λειτουργούν ικανοποιητικά ανακυκλώνονται, ενώ μέχρι να φτάσουμε στη λύση του φινάλε, η ταινία δίνει περισσότερο την αίσθηση μιας σεκάνς (όπου η Μαργκερίτ τραγουδά κακήν κακώς και οι τριγύρω δαγκώνονται/προβληματίζονται/γελούν) που παίζει σε λούπα, με ελάχιστες δυνατές παραλλαγές να τη συνοδεύουν κάθε φορά.