Άσφαιρο και άδειο από ιδέες, το «Based on a True Story» (Μια Αληθινή Ιστορία) του Ρομάν Πολάνσκι, αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών στις οποίες συνηθίζει να ανταποκρίνεται ο δαιμόνιος Πολωνός δημιουργός. Αισθητά κατώτερο μάλιστα, ακόμα και αν συγκριθεί με την απλώς ευπρόσδεκτη «Αφροδίτη με τη Γούνα» πριν τέσσερα χρόνια, πόσο μάλλον με τον πολύ καλύτερο και εν προκειμένω θεματικά συγγενή «Αόρατο Συγγραφέα».
Η συνάφεια μεταξύ της προτελευταίας ταινίας του Πολάνσκι και του «Μια Αληθινή Ιστορία» αφορά στην επίδραση που έχει στη ζωή της Ντελφίν (Εμανουέλ Σενιέ), μιας επιτυχημένης Γαλλίδας συγγραφέα, η εμφάνιση μιας πνευματώδους και φανατικής σε σημείο εμμονής θαυμάστριας ονόματι Ελ (Εύα Γκριν). Η Ελ (σ.σ. στα γαλλικά σημαίνει Εκείνη), που φέρεται να εργάζεται ως ghost writer διασήμων που γράφουν την αυτοβιογραφία τους, αρχίζει να εισβάλλει στην καθημερινότητα (και σύντομα στο σπίτι) της νέας της φίλης, αποκλείοντάς τη σταδιακά απ’ τον περίγυρο και με σαφή διάθεση να ανακατευθύνει τον προσοδοφόρο αλλά «εύκολο» τρόπο γραφής της εκεί που (θεωρεί πως) αξίζει να στραφεί: στην αλήθεια της ίδιας της ζωής της.
Στην απουσία χημείας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών, έρχονται να προστεθούν σκηνές που μοιάζουν εντελώς εκτός κλίματος αλλά και η αφασική μουσική επένδυση του Ντεσπλά.
Το άκουσμα της υπόθεσης μπορεί να δίνει περιθώριο για ένα λεσβιακό ερωτικό θρίλερ, όμως ο Πολάνσκι δεν αφήνει ως προς αυτό παρά ελάχιστες νύξεις, τις οποίες σύντομα εγκαταλείπει και αυτές. Ο ωκεανός ψυχοπαθολογίας στον οποίο έχουν κολυμπήσει τόσοι και τόσοι ήρωες στις ταινίες του, απ’ τον ίδιο στον «Ένοικο» ως την Ντενέβ στην «Αποστροφή», αποτελεί και εδώ το στοιχείο του, κάτι που καταδεικνύει και το όνομα της Ελ, ένα προφανές είναι η αλήθεια ψυχαναλυτικό κλείσιμο του ματιού σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του χαρακτήρα που υποδύεται η Γκριν.
Στο «Μια Αληθινή Ιστορία» μπορεί να βρει κανείς αρκετές γνώριμες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, απ’ το «Νέα Γυναίκα, Μόνη, Ψάχνει» μέχρι το «Misery», όμως εδώ ο Πολωνός δείχνει μάλλον διστακτικός στο να εντείνει το στοιχείο της αγωνίας και του αποκλεισμού της κεντρικής ηρωίδας, επενδύοντας περισσότερο στο στοιχείο της αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο γυναικών. Ατυχώς, όπως αποδεικνύεται τελικά, απ’ τη στιγμή που η Σενιέ είναι μια περίπτωση ιδιαίτερα άτονης ηθοποιού που καθόλου δεν κολλά με τον εκφραστικά φορτισμένο και ενίοτε υπέρμετρα φαμφαταλίστικο (sic) τρόπο που παίζει η Γκριν. Όμως ακόμα κι αν στη θέση των Σενιέ και Γκριν υπήρχε ένα περισσότερο ταιριαστό δίδυμο, λίγα θα άλλαζαν, όσο το λιγοστών εκπλήξεων σενάριο παραβιάζει διαρκώς ανοιχτές πόρτες.
Στην απουσία χημείας που εντείνεται καθώς επιστρατεύεται το αρχετυπικό στοιχείο του σωσία, έρχονται να προστεθούν σκηνές εντελώς εκτός κλίματος όπως δυο εφιάλτες της Ντελφίν (ο πρώτος είναι σαν να τον έχει γυρίσει ο Ζακ Σνάιντερ), αλλά και η αφασική μουσική επένδυση της ταινίας δια χειρός Ντεσπλά, ο οποίος άλλοτε παίζει με τα μέτρα της «Λίμνης των Κύκνων» και άλλοτε ντύνει σκηνές κορύφωσης με μελωδίες που θα έγραφε ο Ντάνι Έλφμαν για ταινία του Κρις Κολόμπους.
Το δυστύχημα είναι όμως πως όσα υλικά συνθέτουν το «Μια Αληθινή Ιστορία» έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν απ’ τον Πολάνσκι με θεαματικά καλύτερα αποτελέσματα και φυσικά χωρίς να προκαλούν ενίοτε το ακούσιο γέλιο. Η αγωνία του δημιουργού μπροστά στην πρόκληση του επόμενου έργου ή τα απωθημένα παιχνίδια που στήνει το ασυνείδητο στο πεδίο της επιθυμίας, θα μπορούσαν στα χέρια ενός περισσότερο φορμαρισμένου Πολάνσκι να αποτελέσουν τον πυρήνα για ένα αξιομνημόνευτο θρίλερ. Όμως μήπως ζητάμε πολλά από μια ταινία, το σενάριο της οποίας συνυπογράφει ο Ασαγιάς;