Μια Αμερικανική Ληστεία

Η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του Μπαρτ Λέιτον, του ντοκιμαντερίστα που μας χάρισε πριν λίγα χρόνια τον εκπληκτικό «Απατεώνα», παντρεύει σινεφιλικά το είδος του ντοκιμαντέρ με τη μεγάλη παράδοση του heist movie, αναβιώνοντας μία από τις πιο εξωφρενικές ληστείες της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας, με πρωταγωνιστές μερικούς από τους πιο προικισμένους ηθοποιούς της νέας γενιάς (Μπάρι Κέογκαν, Έβαν Πίτερς).

Elle 11 Ιουλ. 18
Μια Αμερικανική Ληστεία

Όλα ξεκινούν με την οικεία επισήμανση «δεν είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία» να διορθώνεται με το «είναι αληθινή ιστορία». Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση μπορεί να το προσπερνούσαμε ως κολπάκι μαρκετινγκίστικης έμφασης, όμως για τη νέα ταινία του Μπαρτ Λέιτον, θα είναι καλό να λάβουμε αυτή τη λεπτομέρεια το ίδιο σοβαρά με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης του εκπληκτικού ντοκιμαντέρ «Ο Απατεώνας» προσεγγίζει την ουσία της αλήθειας και τον υποκειμενισμό που τη διέπει.

Για όσους δεν τον έχουν δει, «Ο Απατεώνας» είναι από τις περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν μοναδικά τη ρήση περί πραγματικότητας που ξεπερνά τη φαντασία. Στο «Μια Αμερικανική Ληστεία», ο Βρετανός Λέιτον καταπιάνεται με μία από τις πιο εξωφρενικές ληστείες της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας, στήνοντας ένα heist movie κατά την παράδοση των καλύτερων του είδους, μπολιάζοντάς το με κλασικές σινεφίλ αναφορές, καθώς επίσης με ντοκιμαντερίστικα στοιχεία και εμβόλιμες μαρτυρίες από τους αληθινούς πρωταγωνιστές. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά προσεγμένο υβρίδιο heist movie και ντοκιμαντέρ που φωτίζει τα αδιέξοδα του αμερικανικού ονείρου και παρατηρεί με τη ματιά του σκηνοθέτη-ερευνητή τη φύση της αλήθειας και των λάθος αποφάσεων. Η οποία, εν αντιθέσει με την κοινή πεποίθηση, αποτελεί περισσότερο προϊόν ενός χρονικού συνεχούς παρά ένα στιγμιαίο, ενστικτώδες ίσως, σφάλμα.

Μιλώντας για ένστικτα, από κει μοιάζει να εφορμά η ανάγκη μιας χούφτας σπουδαστών να οργανώσουν το 2003 μια ληστεία βιβλίων αμύθητης αξίας, μεταξύ των οποίων το «The Birds of America» του Τζον Τζέιμς Οντιμπόν και η περίφημη «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου, τα οποία εκτίθεντο στην κάθε άλλο παρά δρακόντεια φρουρούμενη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Λέξινγκτον στο Κεντάκι.

Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά προσεγμένο υβρίδιο heist movie και ντοκιμαντέρ που φωτίζει τα αδιέξοδα του αμερικανικού ονείρου.

Ο Σπένσερ (Μπάρι Κέογκαν) θέλει να γίνει καλλιτέχνης, ο Γουόρεν (Έβαν Πίτερς) ψάχνεται πώς θα αφήσει το στίγμα του στον κόσμο, ο Τσας (Μπλέικ Τζένερ) γυρεύει τα λεφτά, ενώ ο Έρικ (Τζάρεντ Άμπραμσον) που είναι καλός φοιτητής, ονειρεύεται καριέρα στο FBI. Και οι τέσσερις δυσανασχετούν στο ενδεχόμενο να ζήσουν βαρετές μεσοαστικές ζωές όπου τίποτα το συγκλονιστικό δε θα συμβαίνει. Οπότε, με κάποιο τρόπο, ενστικτωδώς υπό μία έννοια, κινούνται προς το κυνήγι του δικού τους αμερικανικού ονείρου. Όπως ακριβώς έκαναν και οι περισσότεροι ήρωες των κλασικών αμερικανικών ταινιών με θέμα το οργανωμένο έγκλημα, από τα «Καλά Παιδιά» και το «Reservoir Dogs» μέχρι τη «Συμμορία των 11» και τη «Ζούγκλα της Ασφάλτου», τις πρακτικές των οποίων συμβολεύτηκαν ή και μιμήθηκαν, στην προσπάθεια να στήσουν την τέλεια ληστεία.

Οι τέσσερις νεαροί, όλοι τους με καλές προοπτικές και προερχόμενοι από άνετο οικονομικό περιβάλλον, μοιάζουν να ακολουθούν ένα φυσικό μονοπάτι, ένα κάποιου τύπου κληροδότημα των προγόνων τους, με το σημείο αυτό να αποτελεί κλειδί στον τρόπο με τον οποίο ο Λέιτον επιλέγει να αφηγηθεί την περιπέτειά τους. Η ίδια η λεία τους άλλωστε, με τις αναφορές στην εξελικτική θεωρία και στο ζωικό βασίλειο της αμερικανικής ηπείρου, δε θα μπορούσε να υπογραμμίσει καλύτερα την ιστορική και κοινωνική διαδρομή που εδραίωσε τον μύθο του αμερικανικού ονείρου. Για τα «Αμερικανικά Ζώα», όπως είναι η ευθεία απόδοση του πρωτότυπου τίτλου της ταινίας, φαίνεται πως αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του βασιλείου τους η αρπακτική τάση, η ροπή στην πλεονεξία και ένα διαρκώς υπερτροφοδοτούμενο εγώ που γυρεύει μανιακά το χρήμα και την καταξίωση.

Σε επίπεδο ερμηνειών, η παρουσία των Μπάρι Κέογκαν («Δουνκέρκη») και Έβαν Πίτερς («X-Men: Απόκαλιψ») αποδεικνύεται καταλυτική, με τους δυο ταλαντούχους ηθοποιούς να συνθέτουν ένα πρώτης τάξεως δίδυμο που αλληλοσυμπληρώνεται ιδανικά. Από την άλλη, περιορισμένη αν και ενδιαφέρουσα προκύπτει η εμφάνιση του Ούντο Κίερ στο ρόλο του κλεπταποδόχου, σε αντίθεση με την Αν Ντάουντ, η οποία παίζει τη βιβλιοθηκάριο, σε μία ερμηνεία που χαρίζει μερικές αναγκαίες δραματικές νότες στο φιλμ.

Στον αντίποδα του καστ που αναλαμβάνει να αναβιώσει αυτή την απίθανη ληστεία, ο Λέιτον δεν έχει ενδοιασμούς στο να διακόπτει περιοδικά τη μυθοπλαστική ροή με τις μαρτυρίες εκείνων που πρωταγωνίστησαν στα αληθινά γεγονότα. Όντες αποκομμένοι από το καστ που τους υποδύεται, οι τέσσερις δράστες, οι οικείοι τους και η βιβλιοθηκάριος, δίνουν στην κάμερα του Βρετανού σκηνοθέτη τη δική τους εκδοχή σε όσα συνέβησαν σχεδόν μια δεκαπενταετία πριν. Με τον τρόπο αυτό, ο Λέιτον επικυρώνει την αρχική δέσμευση των δημιουργών του «American Animals» απέναντι στην αλήθεια, προσφέροντας παράλληλα στον θεατή μια διαρκή υπενθύμιση πως ό,τι αναγνωρίζουμε ως αλήθεια δεν είναι παρά μία συστάδα διαφορετικών οπτικών γωνιών, οι οποίες άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν.

Όσο να πει κανείς, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η εμπιστοσύνη που δείχνει ο Λέιτον στη σημασία της αλήθειας. Ειδικά αν αναλογιστούμε τις αμέτρητες φορές που το Χόλιγουντ επέλεξε να καλλωπίσει αληθινές ιστορίες προκειμένου να τις φέρει στα μέτρα του με όρους θεάματος. Υπό μία έννοια, ο Βρετανός πραγματοποιεί ένα ολόδικό του μυθοπλαστικό ντεμπούτο – βλέποντας άλλωστε το «Μια Αμερικανική Ληστεία», μπορείς να «δεις» καθαρά τον σκηνοθέτη του «Απατεώνα» και τη ματιά του ντοκιμαντερίστα. Το ίδιο καθαρά με τις στυλάτες σινεφίλ αναφορές που επιστρατεύει. Περισσότερο απ’ όλα όμως, (καλο)βλέπεις το ενδεχόμενο να βρίσκεσαι ενώπιον ενός εκκολαπτόμενου Μάικλ Μαν.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT