Θεωρητικά, το «Μου Λείπεις Ήδη» αφορά στην ισχυρή φιλία της Μίλι (Τόνι Κολέτ) και της Τζες (Ντρου Μπάριμορ), η οποία δοκιμάζεται όταν οι αυτοκόλλητες ζωές τους παίρνουν ξαφνικά αντίθετες κατευθύνσεις, καθώς η υγεία της πρώτης κλονίζεται και η δεύτερη καταφέρνει (έπειτα από πολλή προσπάθεια) να μείνει έγκυος. Γεγονός που προδιαθέτει για μία πλοκή ισοβαρώς επιμερισμένη στις δύο κεντρικές ηρωίδες. Θεωρητικά, όμως.
Στη βάση της, τη νέα ταινία της Κάθριν Χάρντγουικ κυριεύει το γεγονός πως η Μίλι, μία επιτυχημένη επαγγελματίας, σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών, καλείται να αντιμετωπίσει την απειλή του καρκίνου. Αυτή η δραματική εξέλιξη κυρίως – και δευτερευόντως η εγκυμοσύνη της πιο προσγειωμένης και χαμηλότονης Τζες – είναι που ορίζει τις καταστάσεις ανάμεσα στις ίδιες, τους συζύγους τους (οι Ντόμινικ Κούπερ και Πάντι Κόνσινταϊν στους αντίστοιχους ρόλους) και όσα συνθέτουν τον μεταξύ τους κόσμο.
Ανάμεσα στη βαριά σκιά που απλώνεται γύρω από μία άκρως ρεαλιστική απειλή θανάτου και την ελπιδοφόρα προσδοκία για τον ερχομό μιας νέας ζωής, το «Μου Λείπεις Ήδη» καταβυθίζεται στην πρώτη, παρά τις πολλές αλλά ως επί το πλείστον αδέξια προφανείς απόπειρες να μπολιαστεί με χιούμορ μία ούτως ή άλλως βαθιά στενάχωρη κατάσταση.
Ίσως να φταίει που η Χάρντγουικ δε μοιάζει να διακρίνεται σε θεματικές έξω από τα όρια μιας καλοδεχούμενης διαχείρισης ρομαντικών παραμυθιών τύπου «Twilight» (2008) ή πιασάρικων ιστοριών ενηλικίωσης σαν το «Δεκατριών» (2003). Ίσως πάλι να ευθύνεται περισσότερο το σενάριο της Μορουένα Μπανκς, το οποίο ουδόλως μπολιάζει τη διεκπεραιωτική προσέγγιση της Χάρντγουικ με εκείνη την -για παράδειγμα- αιθέρια λεπτότητα του οξυδερκούς Μάικ Μιλς που έφερε τους «Beginners» να μιλούν για το αλισβερίσι με το θάνατο το ίδιο ειλικρινά, άμεσα και έντονα με όσα άρθρωναν γύρω απ’ τον έρωτα, τη ζωή και βέβαια την αγάπη για την ίδια τη ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που αναδεικνύεται στο «Μου Λείπεις Ήδη», είναι μία εξαιρετικά feel-bad προπαγάνδα πάνω στην αξία της φιλίας, η οποία επαφίεται στο εκτόπισμα δύο καλών πρωταγωνιστριών να την αλαφρύνουν. Μόνο που δε μένουν και πολλά περιθώρια στις Μπάριμορ και Κολέτ, όταν από τον τίτλο κιόλας η ταινία προδιαθέτει για μία διαπραγμάτευση με την αρρώστια και το θάνατο, η οποία μάλιστα αποδεικνύεται εξαιρετικά στείρα όταν καλείται να συνδιαλλαγεί συναισθηματικά με τον θεατή σε ένα επίπεδο πέραν της απλής επιβολής θλίψης.