Ελάχιστους μήνες μετά την εμπορική επέλαση του «Avengers: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας», η γιγαντωμένη Marvel επιστρέφει στις αίθουσες με τονισμένη αυτοπεποίθηση και, σχεδόν ειρωνικά, με τον πιο μικροσκοπικό της (κυριολεκτικά) ήρωα. Ταινία που έπεται, λοιπόν, του επικού «Infinity War» που σάρωσε τα ταμεία παγκοσμίως και μπέρδεψε τους απανταχού θαυμαστές του μαρβελικού σύμπαντος με το «άυλο» φινάλε του, το «Ant-Man και η Σφήκα» σε σκηνοθεσία Πέιτον Ριντ («Ναι σε Όλα», «Τα Χαλάσαμε») έρχεται να βρει φωλιά στη μεγάλη οθόνη.
Δύο χρόνια πέρασαν από την επανεμφάνιση του ήρωα στο τέλος του «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος», και ο Σκοτ Λανγκ (Πολ Ραντ) έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των επιλογών του. Καταδικασμένος σε κατ’ οίκον περιορισμό, προσπαθεί να είναι καλός πατέρας και παράλληλα να μην προκαλεί το FBI όσο διαρκεί η ποινή του. Μέχρι τη στιγμή που ο Δρ Χανκ Πιμ (Μάικλ Ντάγκλας) και η Χόουπ Βαν Ντάιν (Εβάντζελιν Λίλι) ζητούν τη βοήθειά του για μία νέα αποστολή που θα αποκαλύψει μυστικά από το παρελθόν.
Απέναντι στους μεγαλοπρεπείς, πλούσιους, θεϊκούς, cool, βασιλικούς σούπερ-ήρωες της Marvel, o «Ant-Man» είναι μία ευπρόσδεκτη εξαίρεση.
Ανάμεσα σε δυο «πολέμους», το «Ant-Man και η Σφήκα» ξεκινά μετά τον «Εμφύλιο» και τελειώνει σ’ εκείνον «της Αιωνιότητας». Στο μεταξύ, η ταινία επιχειρεί να κρατήσει τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα, μία ισορροπία οικογενειακής κωμωδίας και χαλαρής περιπέτειας φαντασίας, χωρίς να ξεφεύγει όμως από τα αφηγηματικά δεσμά τους σύμπαντος της Marvel. Με έναν πρόλογο που μεταφέρει το κοινό στα ‘80s, το νέο «Ant-Man» αποκαλύπτει άμεσα τις εκλεκτικές του συγγένειες με τις αφελείς, μα καλοπροαίρετες, κωμικές ταινίες οικογενειακής συσπείρωσης περασμένων δεκαετιών, όπως το «Αγάπη μου Συρρίκνωσα τα Παιδιά» του Τζο Τζόνστον και τα «Μόνος στο Σπίτι», «Κα Ντάπφαϊρ» του Κρις Κολόμπους. Η γειωμένη, άλλωστε, ταυτότητα του «Ant-Man» χωρά μία προσέγγιση που είναι πιο λιτή και οικεία από τους υπόλοιπους, περισσότερο οπερετικούς, ήρωες του franchise, και εδώ η ταινία διατηρεί το αυτοσαρκαστικό της χιούμορ, μέσα σε πλαίσιο επιτρεπτής γονικής συναίνεσης. Κάτι στο οποίο προσφέρει τα μέγιστα ο Πολ Ραντ, με το clean-cut πρόσωπό του και την παιδιάστικη ευθύτητα με την οποία αντιμετωπίζει τον Ant-Man.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του σίκουελ, όμως, είναι η ενδυνάμωση των θηλυκών του χαρακτήρων. Παρά τις παρουσίες των Σκάρλετ Γιοχάνσον, Ζόι Σαλντάνα, Ελίζαμπεθ Όλσεν σε προηγούμενες ταινίες της σειράς, το «Ant-Man και η Σφήκα» μπορεί να υπερηφανεύεται πως είναι ουσιαστικά η πρώτη ταινία Marvel (πριν το επερχόμενο «Captain Marvel» με τη Μπρι Λάρσον) που τοποθετεί στο κέντρο τη θηλυκή σούπερ-ηρωίδα του, κι ας μοιράζεται τον τίτλο με τον άντρα-μυρμήγκι. Βασικός χαρακτήρας, λοιπόν, αποδεικνύεται η Σφήκα της Εβάντζελιν Λίλι («Lost»), η κυριολεκτικά άπιαστη αντίπαλος-οπτικό εύρημα της ταινίας είναι μία μυστηριώδης γυναίκα με το ψευδώνυμο Ghost (Χάνα Τζον-Κέιμεν), το στοιχείο που άγει την πλοκή είναι η διάσωση της μητέρας της Σφήκας, Τζάνετ Βαν Ντάιν (Μισέλ Φάιφερ), ενώ κυρίαρχο μέλημα του Ant-Man είναι η ανήλικη κόρη του. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως η Μισέλ Φάιφερ μαζί με τους Μάικλ Ντάγκλας και Λόρενς Φίσμπερν φέρνουν κύρος «παλαιάς κοπής» στο μαρβελικό σύμπαν, και ειδικά η Φάιφερ υπενθυμίζει το πόσο μας λείπει από την κινηματογραφική οθόνη.
Το επόμενο κεφάλαιο των μικροσκοπικών ηρώων της εταιρείας αλλάζει κλίμακα από το «Infinity War» και προσφέρει ένα διασκεδαστικό δίωρο που αυξομειώνει σε εντάσεις. Μπορεί να μην διαστέλλει ευρηματικά τις ιδέες του, αλλά ακολουθεί μία mainstream συνταγή που δεν προσβάλει. Απέναντι στους μεγαλοπρεπείς, πλούσιους, θεϊκούς, cool, βασιλικούς σούπερ-ήρωες της Marvel, o «Ant-Man» είναι μία ευπρόσδεκτη εξαίρεση. Αν και πάντα θα έχουμε την απορία για το τι θα μπορούσε να είχε κάνει ο Έντγκαρ Ράιτ («Baby Driver»,«Το ξύσιμο των Νεκρών») με την περίπτωσή του…