Ο Κύριος & Το Όπλο

Ο Ρέντφορντ αποχαιρετά (;) το σινεμά με μια μικρή ταινία, πλήρη όμως από το χάρισμά του και διάστικτη από ιστορίες μιας φιλμογραφίας και μιας ζωής. Του ηθοποιού και των συνενόχων θεατών του.

Elle 03 Οκτ. 18
Ο Κύριος & Το Όπλο

Είναι ωραίο να μεγαλώνεις με το σινεμά, αγαπώντας το, αγαπώντας δηλαδή τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτό, τις μνήμες σου γύρω από μυθολογίες που ο ίδιος ευθύνεσαι που υπάρχουν. Το Χόλιγουντ, κατά ένα μεγάλο μέρος η «μαμά» αυτής της θεώρησης, αφού για 70 χρόνια στηρίχτηκε πάνω στη λογική αυτή (εδώ και 10-15 χρόνια, τουλάχιστον, δεν συμβαίνει πια αυτό, οι μισές και παραπάνω εισπρακτικά επιτυχημένες ταινίες δεν έχουν ανθρώπους, έχουν CG εικόνες ανθρώπων) έρχεται μια φορά ακόμη, με τον «Κύριο & το Όπλο» και τον κατάλληλο άνθρωπο μαζί, εντελώς έξω από μόδες αλλά εντελώς ευθυγραμμισμένα με την παλιά λογική, να ξανακάνει αυτό που έκανε κάποτε καλά.

«Ο Κύριος & το Όπλο», βέβαια, είναι μια ειδική περίπτωση ταινίας ή έτσι θα διαλέξω σ’ αυτό το κείμενο να την αντιμετωπίσω. Περιμένοντάς την για καιρό σαν την αποχαιρετιστήρια εμφάνιση του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (τελικά ο ίδιος υπαναχώρησε, αλλά το ξεχνάμε), η ταινία του Ντέιβιντ Λόουερι είχε την αχλύ του μύθου ήδη από τα γεννοφάσκια της. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο να χειριστείς σκηνοθετικά. Πήγαν όμως όλα καλά.

Ίσως γιατί ο χρόνος μπορεί να στερεί λάμψη αλλά δεν μπορεί ποτέ να πειράξει το χάρισμα. Κι ο Ρέντφορντ βρήκε από πολύ νωρίς έναν easy going τρόπο να κάνει το χάρισμά του την πιο γοητευτική μανιέρα που είδες από τότε που εμφανίστηκε ως σήμερα. «Παίζοντας» ελάχιστα αλλά κι ευκρινώς με τη μηχανή, που παρά τις βαθιές, αμείλικτες ρυτίδες (που ο Λόουερι εμφατικά κινηματογραφεί κι ο Ρέντφορντ άνετα παραδίδει στον φακό – έχει το νόημά του κι αυτό), δεν μπορεί να κρύψει, σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, πόσο τον λατρεύει, ο Ρέντφορντ κάνει αυτό που ξέρει όσο κανείς: Χαριεντίζεται με τον χωροχρόνο του φιλμ, παίζει με το πρωτο-δεύτερο ξαφνιασμένο βλέμμα, μιλάει πραγματικά με τον άνθρωπο που έχει απέναντί του (και πόσο ωραίο το ενσταντανέ με τον Άφλεκ και τι ωραία η συνύπαρξη με τον Τομ Γουέιτς), βγάζει για μια ακόμα φορά τέλεια την συμπρωταγωνίστριά του (άριστες οι ανταλλαγές με την Σπέισεκ) και κρύβει εξακολουθητικά στο χαραγμένο πρόσωπο μια αγορίστικη ετοιμότητα παραδοχής της ζαβολιάς ισόποση με την «δεν τρέχει τίποτα» αποδοχή των προϊόντων του χρόνου.

Ο Λόουερι έχει κάνει μια μαστόρικη δουλειά μ’ ένα σενάριο κατώτερο της «τελευταίας ταινίας», αντιτείνοντας μια σειρά από καταστάσεις που παραπέμπουν σχεδόν στο σύνολο της φιλμογραφίας του Ρέντφορντ, ενώ στην ωραιότερη σκηνοθετικά στιγμή της ταινίας η δειλινή κινηματογράφηση του «χρυσού αγοριού» (που μένει απέναντι από ένα νεκροταφείο, αλλά ποτέ δεν τον απασχόλησε…), αρκεί μέσα σε λίγα, χιουμοριστικά δευτερόλεπτα να απεικονίσει με όσες ανείπωτες λέξεις φαντάζεσαι, πως ο χρόνος περνά, ο χρόνος δεν είναι πανδαμάτωρ, όμως τι ωραία που είναι τελικά που είμαστε ακόμη εδώ, αντικρίζοντας για μια ακόμη φορά έναν παλιό γνωστό, ίσως και φίλο, που ήρθε, τι έκπληξη, να μας επισκεφτεί.
Τι άλλο είναι σε τελική ανάλυση το σινεμά κι οι εικόνες του;

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα: