Ο Κύριος και η Κυρία Αντελμάν

Ο Νικολά Μπεντός και η Ντοριά Τιλιέ συγγράφουν και πρωταγωνιστούν στη συναισθηματική δραμεντί μιας μακροχρόνιας και στερεοτυπικά «γαλλικής» σχέσης η οποία τελικά θυμίζει περισσότερο κολάζ φημισμένων ταινιών του είδους παρά αυθεντικό και αυτούσιο κινηματογραφικό δημιούργημα.

Elle 02 Μαΐ. 18
Ο Κύριος και η Κυρία Αντελμάν

Στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, ο γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του κωμικός και θεατρικός συγγραφέας Νικολά Μπεντός, καταγράφει το χρονικό μιας 45χρονης σχέσης ανάμεσα σε έναν μπουρζουά επίδοξο συγγραφέα και μια νεαρή υποψήφια διδάκτορα, στη Γαλλία των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα. Στους δύο βασικούς ρόλους πρωταγωνιστούν ο ίδιος ο δημιουργός και η πραγματική σύντροφος του Ντοριά Τιλιέ, η οποία συνυπογράφει και το σενάριο. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι η αληθινή σχέση των δύο βασικών συντελεστών θα λειτουργούσε ευεργετικά στην κινηματογραφική αποτύπωση του συναισθηματικού δεσμού των χαρακτήρων, αυτό που σου έρχεται συνεχώς στο μυαλό είναι ότι τελικά αυτοί οι δύο άνθρωποι αγάπησαν κυρίως τους εαυτούς τους και κανέναν άλλο.

Χρησιμοποιώντας το τετριμμένο αφηγηματικό εξάρτημα ενός τεράστιου φλας μπακ, ο σκηνοθέτης τοποθετεί την ταινία του το 1971, τη στιγμή που ο μόνιμα ανασφαλής και εγωκεντρικός νεαρός συγγραφέας Βίκτορ θα γνωρίσει την αποφασιστική και πανέξυπνη Σάρα. Μετά από ένα περίπλοκο φλερτ (που αρχίζει με δειλά αναπάντητα τηλεφωνήματα και καταλήγει σε υπερβολές τύπου stalking) οι δυο τους θα ξεκινήσουν τελικά μια σχέση που θα κρατήσει πάνω από σαράντα χρόνια, περνώντας ταυτόχρονα από σαράντα κύματα. Κεντρικό σημείο της ιστορίας αποδεικνύεται η επιτυχία του συγγραφικού έργου του Βίκτορ, που μοιραία θα αφήσει τη Σάρα στη σκιά της διάσημης πλέον προσωπικότητάς του. Από εκεί και έπειτα, η πορεία είναι λίγο-πολύ γνωστή, με την ταινία να αναλώνεται σε screwball διαλόγους, στιλιστικές κοινοτοπίες και πάντως τύπου διανοητικούς πλατειασμούς πριν φτάσει στο μελοδραματικό φινάλε της, το οποίο κρύβει μια ανατροπή που τελικά δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ιδιαίτερα.

Η αλήθεια είναι ότι, παρά την εκτεταμένη του διάρκεια (120 λεπτά), «Ο Κύριος και η Κυρία Αντελμάν» ρέει σχετικά απροβλημάτιστα, κρατώντας έναν ενδιαφέροντα ρυθμό, κυρίως εξ αιτίας της νευρώδους ερμηνείας της Τιλιέ, η οποία καταφέρνει να δώσει πνοή σε έναν ρόλο που από την αρχή ως το τέλος δεν μπορείς να αποφασίσεις εάν συμπονάς ή απεχθάνεσαι. Γρήγορα όμως, η οποιαδήποτε ταύτιση ή έστω συναισθηματική σύνδεση με τους χαρακτήρες εξανεμίζεται, αφού η υπερβολικά ξεχειλωμένη και πλαισιωμένη από αφόρητα κλισέ υπόθεση σε αποτρέπει από το να πάρεις οτιδήποτε τους συμβαίνει στα σοβαρά. Πέρα από αυτό, οι παραπομπές σε πασίγνωστες ταινίες του είδους γίνονται τόσο εξόφθαλμες που οι βαριές σκιές του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και (κυρίως) του Γούντι Άλλεν μοιάζουν διαρκώς να καταπνίγουν μέσα τους τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες του φιλμ για κωμικοτραγική εκτόνωση. Οι σκηνές του Βίκτορ στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, όπως και του δείπνου του ζευγαριού στους Εβραίους γονείς της Σάρα αποτελούν ένα αδιάψευστο παράδειγμα.

Αγάπη και μίσος πολλές φορές αποδεικνύονται περισσότερο συνυφασμένα απ’ ότι μπορείς να φανταστείς. Εδώ όμως το συμπέρασμα είναι ότι ματαίως οι δύο χαρακτήρες προσπαθούν να σε πείσουν (κυρίως με τα λόγια) για το πόσο πολύ τελικά αγάπησαν ο ένας τον άλλο. Το μόνο πράγμα που καταλήγεις να βλέπεις αποτυπωμένο στις ζωές τους είναι ένα διαρκές παιχνίδι ρόλων που πηγάζει από μια ασίγαστη εγωπάθεια, έναν εμμονικό ντετερμινισμό και μια εξοργιστική αδιαφορία για τα αποτελέσματα των πράξεων τους στον κόσμο που τους περιβάλλει.

Αν μέσα σε όλα αυτά προσθέσεις και μια υποτιθέμενα κωμική υποπλοκή που αφορά το πρώτο παιδί του ζευγαριού (καθιστώντας τους ξεκάθαρα δύο από τους πιο απάνθρωπους κινηματογραφικούς γονείς που έχεις συναντήσει τελευταία) καταλαβαίνεις ότι ο Μπεντός και η Τιλιέ, άλλο ήθελαν να πουν και άλλο τελικά κατάφεραν να μεταδώσουν. Ίσως οι προθέσεις τους να ήταν οι καλύτερες. Το αποτέλεσμα πάντως φαίνεται να τους αδικεί, μετατρέποντας ακόμη και το τελικό σχόλιο γύρω από την απάτη που μπορεί να κρύβεται πίσω από το δημόσιο βιο, σε μια παρωχημένη και άνευ ουσίας διαπίστωση.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT