Στρατοί κυνηγών μαγισσών από το μεσαίωνα έχουν αγωνιστεί για να εξαλείψουν την παντοδύναμη και μοχθηρή φυλή από τον πλανήτη. Αιώνες μετά ο κόσμος των μαγισσών και των ανθρώπων βρίσκονται σε ανακωχή και ο γενναίος πολεμιστής Κόλντερ (Βιν Ντίζελ) είναι ο τελευταίος κυνηγός, «καταραμένος» να ζήσει για πάντα από την παντοδύναμη Βασίλισσα των Μαγισσών, η οποία επιστρέφει για να εξαπολύσει τον Μαύρο Θάνατο στην ανθρωπότητα.
Αρχικά πρέπει να γίνει σαφές πως μία ταινία με τον Βιν Ντίζελ, είναι μία ταινία ΤΟΥ Βιν Ντίζελ. Το στήσιμο του κινηματογραφικού οχήματος, από τις ατάκες του σεναρίου μέχρι και την πλανοθεσία, έχει σκοπό να περιποιηθεί τον πρωταγωνιστή. Με δεδομένη τη παραπάνω σύμβαση ο «Τελευταίος Κυνηγός Μαγισσών» που κινείται ανάμεσα στην κόμικ αισθητική και την επική (στις μέρες μας σημαίνει ψηφιακή) περιπέτεια φαντασίας, προσπαθεί μάταια να ρίξει ένα ξόρκι σαγήνης και ενθουσιασμού στο κοινό.
Με στόχο την pulp κουλτούρα των graphic novels και προφανώς ένα στάτους bad movies we love, η ταινία του Μπρεκ Άισνερ («Σαχάρα») έχει μία επίπλαστη ενέργεια και έναν χαρακτήρα σε πλήρη αντίθεση με τη βασική σεναριακή ιδέα. Πως μπορεί ένας μάτσο πρωταγωνιστής να πείσει σε μία ταινία, που θέλει να σχολιάσει το αντιφεμινιστικό κλισέ της γυναίκας-μάγισσας;
Η περσόνα του Βιν Ντίζελ βρίσκει αναμφίβολα καλύτερο πεδίο δράσης ανάμεσα σε βενζινοκίνητα, παρά σε μία τηλεοπτικής αισθητικής κατασκευή που θυμίζει ένα πάντρεμα του «CSI» με το «Grimm». Το «Τελευταίος Κυνηγός Μαγισσών» μπορεί να έχει μερικές διασκεδαστικές σκηνές δράσης, αλλά το βαρυφορτωμένο CGI κάνει σύντομα απωθητική την εικόνα, με μεγαλύτερο φάουλ την (καθόλου απειλητική) εμφάνιση της Βασίλισσας των Μαγισσών.
Οι παρουσίες των Μάικλ Κέιν, Ελάιζα Γουντ και Ρόουζ Λέσλι (η Ίγκριτ του «Game of Thrones») πλαισιώνουν τη μονοδιάστατη σύναξη και τα στερεότυπα, οι cheesy ατάκες και η τυπική εξέλιξη καταλήγουν να μεταμορφώνουν μία ταινία για τη μαγεία σε ένα ανιαρό ξόρκι κινηματογραφικής λησμονιάς.