Σε δημιουργούς με κινηματογραφική παρακαταθήκη, όπως εκείνη που έχει ήδη αφήσει ο Βέντερς με τις σπουδαίες ταινίες που γύρισε στη δεκαετία του '70 και του '80, οφείλεις να δείχνεις κατανόηση μπροστά στα όποια καλλιτεχνικά τους ολισθήματα. Ακόμη κι αν στην περίπτωση του Γερμανού σκηνοθέτη, το ολίσθημα έχει ξεκινήσει από τα τέλη των ημερών του '80 και έκτοτε, με μερικές σποραδικές εξαιρέσεις που συναντά κανείς όχι στον τομέα της μυθοπλασίας αλλά των ντοκιμαντέρ, δεν λέει ποτέ να λάβει τέλος.
Ευτυχώς που η νέα του ταινία δεν κατρακυλά στον ντροπιαστικό πυθμένα που έφτασαν προηγούμενες ταινίες του όπως το ανεκδιήγητο «Palermo Shooting» (2008), το ανεπαρκέστατο «Land of Plenty» (2004) ή το σχεδόν ανόητο «Million Dollar Hotel» (2000), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το «Όλα Θα Πάνε Καλά» είναι μια πετυχημένη ταινία. Καθόλου.
Η δωδεκαετής ιστορία ενός τραγικού δυστυχήματος με θύμα ένα ανήλικο αγόρι και ο τρόπος με τον οποίο υφίστανται τις συνέπειές του ένας συγγραφέας, οι δυο γυναίκες που μονοπωλούν αισθηματικά τη ζωή του, αλλά και η μητέρα του άτυχου παιδιού συναντά τον Βέντερς να δοκιμάζει την τεχνολογία των τριών διαστάσεων για πρώτη φορά σε δική του ταινία φιξιόν. Γεγονός παράδοξο, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το φιλμ του είναι ένα επίπεδο δράμα εσωτερικών ως επί το πλείστον χώρων, άφθονων κοντινών πλάνων σε πρόσωπα, κάδρων που θεωρητικά δεν απαιτούν ιδιαίτερης εμβάθυνσης και ελάχιστης δράσης.
Και πραγματικά, οι τρεις διαστάσεις αποδεικνύεται ότι δεν είναι διόλου απαραίτητες σε μια άνιση και υπερβολικά σοβαροφανή δημιουργία η οποία πάσχει σοβαρά από το μονοδιάστατο σενάριό της (το υπογράφει πένα Σουηδού, θυμίζοντας τις ρηχές ενδοσκοπήσεις του σινεμά της Σουζάν Μπίερ), την ελάχιστη δραματουργία η οποία ξεχειλώνεται σε δύο υπερβολικές ώρες (και σε μπόλικες αχρείαστες σιωπές ανάμεσα στα όσα ξεστομίζουν οι ήρωες μεταξύ τους) και από τις στα όρια της κατατονίας ερμηνείες των πρωταγωνιστών Τζέιμς Φράνκο και Σαρλότ Γκενσμπούρ.
Πάλι καλά που το μεγαλύτερο πλεονέκτημα ολόκληρου του φιλμ, το οποίο είναι σαφέστατα η πολύ όμορφη φωτογραφία του προικισμένου Μπενουά Ντεμπί, παίρνει πρώτη θέση για να απεικονίσει τους χειμώνες, τις χιονισμένες εξοχές και τις ελκυστικές αστικές τοποθεσίες του Καναδά μέσα σε ένα πλούτο χρωματικών αποχρώσεων και να στολίσει με καλό γούστο αυτό το άνευρο ψυχολογικό πορτρέτο ενός άντρα σε επείγουσα ανάγκη συναισθηματικής πληρότητας.