Παν

Από τη φαντασία του Τζ. Μ. Μπάρι, στη Χώρα του Ποτέ και από το μυαλό του Τζο Ράιτ («Εξιλέωση», «Άννα Καρένινα»), σε έναν τρισδιάστατο οπτικό υπερθέαμα. Υπέροχες εικόνες απλώνονται καλειδοσκοπικά γύρω από τον παραμυθένιο κόσμο του Πίτερ Παν, αλλά δυστυχώς δεν απογειώνουν ποτέ τον μύθο του.

Elle 21 Οκτ. 15
Παν

Όταν κλασικές (και χιλιοειπωμένες) ιστορίες ξεπηδούν από τις σελίδες των βιβλίων με προορισμό την κινηματογραφική οθόνη, χρειάζονται έναν σκηνοθέτη που θα διηγηθεί την γνώριμη πλοκή με γνήσια έμπνευση και όραμα, έτσι ώστε να σταθούν ξανά φρέσκες και παρούσες στα μάτια του κοινού. Όταν η απόπειρα μάλιστα προσπαθεί να χτίσει την προϊστορία ενός μύθου, τότε υπεισέρχεται και το δημιουργικό ρίσκο.

Ο Τζο Ράιτ έχει προϋπηρεσία σε λογοτεχνικές διασκευές. Είναι υπεύθυνος για τη ρομαντική ελαφράδα που επανασύστησε το «Περηφάνια και Προκατάληψη», τον άφατο μελοδραματισμό της εξαιρετικής «Εξιλέωσης» και την τολμηρή, αφηγηματική πρόταση του «Άννα Καρένινα». Στο «Παν» αφηγείται την ιστορία του Πίτερ Παν πριν γίνει το αγόρι-θρύλος της Χώρας του Ποτέ. Καταφανής, ευσεβής πόθος του είναι να προσφέρει μία φρέσκια ματιά στην καταγωγή των κλασικών χαρακτήρων που δημιουργήθηκαν από τον Τζ. Μ. Μπάρι, διανθίζοντας τις εικόνες του με άψογη καλλιτεχνική προσέγγιση και εκκεντρική γοητεία.

Σε ένα εικονολατρικό σύμπαν που απογειώνει (σχεδόν κυριολεκτικά) την όραση μέσα από τη θεσπέσια χρήση του 3D, ο Ράιτ στοχεύει στη δημιουργία μίας «οικογενειακής» ταινίας και χάνει στα επιμέρους δομικά συστατικά. Αποτέλεσμα είναι να αποτυγχάνει σε κάτι πολύ βασικό: για να απογειώσει το παιδί μέσα μας δεν χρειάζεται να θαμπώσει τα μάτια, αλλά την καρδιά. Και το «Παν» είναι μία πανέμορφη, κρύα κατασκευή.

Ο Πίτερ (Λιβάι Μίλερ) εγκαταλείφθηκε σε ένα ορφανοτροφείο από τη μητέρα του, η οποία άφησε μόνο ένα τρυφερό γράμμα στο οποίο του υπόσχεται ότι θα τον ξαναδεί «σε αυτόν τον κόσμο ή σε άλλο». Μέσα σε μία γκρίζα εικονογραφία του βικτωριανού Λονδίνου και εικόνες που αντλούν έμπνευση από τις λογοτεχνικές σελίδες του Ντίκενς, ο μικρός Πίτερ και άλλα παιδιά απαγάγονται από μία ιδιόμορφη συμμορία και οδηγούνται στη Χώρα του Ποτέ. Εκεί, σε ένα ιπτάμενο ορυχείο, θα γνωρίσει τον Χουκ (Γκάρετ Χέντλαντ), αλλά και τον εκδικητικό πειρατή Μαυρογένη (Χιου Τζακμαν).

Το «Παν» είναι οπτικά θαυμάσιο και με δυνατό όπλο την εικόνα, επιθυμεί να οδηγήσει την προϊστορία των χαρακτήρων του Τζ. Μ. Μπάρι σε ένα νέο κοινό. Σίγουρα όμως δεν επιτυγχάνει στο να αισθανθεί το κοινό πιο νέο.

Η Χώρα του Ποτέ δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να ξεσηκώσει τον αμφιβληστροειδή, με μία εντυπωσιακή χρωματική παλέτα που δεν έχει ταίρι. Κι ενώ η καλλιτεχνική διεύθυνση, τα κοστούμια και η μουσική (ο Τζον Πάουελ ιχνηλατεί τον Τσαϊκόφσκι) είναι υψηλού επιπέδου, οι σεναριακές ευκολίες, η αστοχία στο κάστινγκ και οι αμετροεπείς, σκηνοθετικές ιδέες συνθέτουν ένα αμάλγαμα που εκτοπίζει τον θεατή.

Η ιστορία του «Παν» βασίζεται στη μανιώδη καταδίωξη των ιθαγενών και των νεράιδων της Χώρας από τον Μαυρογένη (απειλή που προκύπτει σεναριακά αδύναμη) και την εκπλήρωση της προφητείας του εκλεκτού (αφηγηματικό σχήμα που είναι σκονισμένο εδώ και αιώνες). Ως ταινία με προσδοκίες origin, το «Παν» αποτυγχάνει να διερευνήσει επιπλέον και μία οικουμενική ερώτηση: γιατί ο Παν και ο Χουκ κατέληξαν εχθροί; Μείναμε με την απορία.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Λίβαϊ Μίλερ στο ρόλο του Πίτερ προσδίδει τον απαραίτητο δυναμισμό και αθωότητα που απαιτεί ο χαρακτήρας, αλλά ο τρόπος του δεν είναι αυθόρμητος και ειλικρινής. Το σύνολο της ερμηνείας του μοιάζει υπολογισμένο. Μαζί του ο Γκάρετ Χέντλαντ («Ο Δρόμος») στο ρόλο του επιστήθιου φίλου του Χουκ, ποζάρει – δεν ερμηνεύει – ως άλλος Έρολ Φλιν, ενώ η Ρούνεϊ Μάρα ξεχνά πως βρίσκεται σε «παιδική» ταινία διατηρώντας ένα άκαμπτο στιλ που ταιριάζει σε πανκ-χακερ της Σουηδίας, και όχι στη μαχητική Τάιγκερ Λίλι. Αυτός που φαίνεται να το διασκεδάζει τουλάχιστον είναι ο Χιου Τζακμαν, αγνώριστος ως πειρατής Μαυρογένης, με μια κουπ που παραπέμπει σε σφηκοφωλιά και σάπια δόντια, έτοιμος να χτίσει μία εικονική καρικατούρα, ανάλογη ενός άλλου πειρατή, του αλα Τζόνι Ντεπ, Κάπτεν Σπάροου.

Στη σκηνή εισαγωγής της Χώρας του Ποτέ, τα παιδιά που κρατούνται όμηροι στα ορυχεία του Μαυρογένη τον προϋπαντούν με…Nirvana, τραγουδώντας το «Smell Like Teen Spirit». Λίγο αργότερα ακούγονται και Ramones («Blitzkrieg Bop»). Στον κινηματογράφο οι αναχρονισμοί και οι ευρηματικές ιδέες είναι καλοδεχούμενες, αλλά εδώ ο Ράιτ τις χρησιμοποιεί για να «κλείσει» απλά το μάτι στο ενήλικο κοινό και δεν τις αφομοιώνει ολιστικά, όπως π.χ. κάνει ο Λούρμαν. Προσπαθώντας να εξυπηρετήσει τις προφανείς εμπορικές ανάγκες μιας υπερπαραγωγής, οι «ιδιορρυθμίες» του κοστίζουν στη συνέπεια της ταινίας, με αποτέλεσμα στην τελική να εκτοπίζουν τον θεατή ως παραξενιές.

Σαν ένα παιδί που έχει πληθώρα παιχνιδιών και τελικά αναλώνεται σε ένα εσωστρεφές σκετς, ο Ράιτ χρωματίζει τη μεγάλη οθόνη και δημιουργεί ένα ευφάνταστο καλειδοσκόπιο. Το «Παν» είναι οπτικά θαυμάσιο και με δυνατό όπλο την εικόνα, επιθυμεί να οδηγήσει την προϊστορία των χαρακτήρων του Τζ. Μ. Μπάρι σε ένα νέο κοινό. Σίγουρα όμως δεν επιτυγχάνει στο να αισθανθεί το κοινό πιο νέο.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT