Είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία της, και τη συνεπακόλουθη cult ακολουθία που συνάντησε, η νευρώδης περιπέτεια της Κάθριν Μπίγκελοου μοιάζει λίγο καλύτερη απ' ότι πιθανόν την θυμούνται οι περισσότεροι. Εκτός του ότι διατηρεί μια οικονομία και έναν δυναμισμό που αποτελούσαν προϊόντα σωστής σκηνοθεσίας, ο συνδυασμός αδρεναλίνης και αρρενωπού τσαμπουκά σερβιριζόταν εκεί με μια παιχνιδιάρικη διάθεση που έχει γεράσει αξιοπρεπώς μέσα στα χρόνια.
Πρώην διευθυντής φωτογραφίας στους πρώτους «Μαχητές των Δρόμων» (2001) και σε ταινίες όπως το «Ανοιχτοί Λογαριασμοί» (1999) και «Daredevil» (2003), ο Έρικσον Κορ είδε πιθανότατα το «Στην Κόψη του Κύματος» (ελληνικός τίτλος για το «Point Break»), τη χρονιά που είχε πρωτοβγεί στις αίθουσες.
Για λογαριασμό της διασκευής που επιχείρησε, ωστόσο, ακολούθησε μια πιο μαξιμαλιστική λογική από εκείνη της Μπίγκελοου, μεγεθύνοντας το στοιχείο της δράσης, τυλίγοντάς το σε θεαματικές τρεις διαστάσεις και απευθύνοντάς το πρωτίστως σε νεαρούς θεατές που θαυμάζουν (έστω και εξ αποστάσεως) την κουλτούρα των extreme sports.
Προτίμησε, παρ' όλα αυτά, να αφήσει εντελώς εκτός κάδρου την εφηβική διάθεση που τόσο απενοχοποιημένα επιδείκνυε η Κάθριν Μπίγκελοου στη δική της ταινία, να δώσει κοσμοπολίτικο και υπερφίαλο αέρα στην πλοκή, να αφαιρέσει τους γκέι υπαινιγμούς που νοστίμιζαν (και έκαναν αντικείμενο μακροχρόνιων εικασιών) τη σχέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές Κιάνου Ριβς και Πάτρικ Σουέιζι και να αναθέσει τους βασικούς ρόλους σε μια χούφτα ηθοποιών που επιλέχτηκαν προφανώς λόγω γυμνασμένων κοιλιακών και όχι υποκριτικής δεινότητας και οι οποίοι δεν αφήνουν το παραμικρό αποτύπωμα στην οθόνη.
Πήρε, επιπλέον, υπερβολικά στα σοβαρά το αντριλίκι και τις new age ανοησίες που ξεστομίζουν οι ακτιβιστές ήρωές του- μια ομάδα σύγχρονων Ρομπέν των Δασών με οικολογική συνείδηση και αδυναμία στον ακραίο αθλητισμό και ένας νεαρός πράκτορας του FBI που προσπαθεί να τους κατατροπώσει- με αποτέλεσμα να αγγίζει σε σημεία την αθέλητη παρωδία.
Επενδύοντας όλη τη μαστοριά του σε μια σειρά από εντυπωσιακές κασκάντες που αψηφούν τα ανθρώπινα όρια και εκτυλίσσονται στο νερό, στον αέρα και σε τρομακτικά ύψη, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί λειτουργικά το 3D και τα κοφτερά ψαλιδίσματα των βιρτουόζων μοντέρ του για να μεταδώσει τον ίλιγγο, το δέος και τον πανικό των εξαιρετικά επικίνδυνων δοκιμασιών στις οποίες επιδίδονται οι χαρακτήρες.
Στο ενδιάμεσο των σκηνών περιπέτειας καραδοκεί, εντούτοις, ένα υποτυπωδώς γραμμένο σενάριο γεμάτο σοβαροφάνεια και επιεικώς αστείους διάλογους οι οποίοι ξεστομίζονται με το μέγιστο στόμφο και μια γενικότερη αμπελοφιλοσοφία η οποία θα ήταν ανακουφιστικό αν έλειπε εντελώς. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, το ολοκαίνουργιο «Point Break» δύσκολα θα μπορούσε να πείσει ότι δεν αποτελεί άλλο ένα αχρείαστο και ανεπαρκές ριμέικ.