Χωρίς πρόθεση να να βασιστεί σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, δίχως όμως παράλληλα να καταφέρνει να αποτινάξει πλήρως από πάνω της τη σφραγίδα μιας χαλαρά υφασμένης biopic, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Εντουάρ Ντελίκ, επιχειρεί να εστιάσει στο πρώτο ταξίδι του μεταϊμπρεσιονιστή ζωγράφου στην γαλλική Πολυνησία, η οποία και επηρέασε καλλιτεχνικά όχι μόνο τον ίδιο αλλά και ολόκληρη την μετέπειτα προσέγγιση στην μοντέρνα ζωγραφική. Δυστυχώς όμως, κάτι τέτοιο δεν μοιάζει να διαφαίνεται ξεκάθαρα στο φιλμ, το οποίο αποφασίζει να εστιάσει στην ερωτική σχέση του Γκωγκέν με μια νεαρή Ταϊτινή, αφενός αλλάζοντας σημαντικά την ιστορική αλήθεια για χάρη της δραματουργίας, και αφετέρου μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον σε ένα στόρι που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πρωταγωνιστή έναν διαφορετικό χαρακτήρα και όχι τον διάσημο ζωγράφο.
Η κάμερα προσπαθεί διαρκώς να κρατά τα πλάνα σε ρηχή εστίαση, αντηχώντας την έντονα δισδιάστατη αποτύπωση των θεμάτων των έργων του Γκωγκέν στον καμβά, αφήνοντας παράλληλα να περνά σχεδόν απαρατήρητο το ομολογουμένως υπέροχο τοπίο της Ταϊτής, στην οποία ο φτωχός και απαξιωμένος ζωγράφος θα φτάσει, ήδη από την αρχή του φιλμ. Το πολύμηνο και εξαντλητικό ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου, όπως και οι άρνηση της οικογένειας του καλλιτέχνη να τον ακολουθήσει θα περιοριστούν ή θα αποκλειστούν τελείως από την αφήγηση, η οποία θα δώσει τελικά έμφαση στην σταδιακή επιδείνωση της υγείας του, στην απομόνωση προς αναζήτηση έμπνευσης και στην τυχαία γνωριμία του με την Τεχούρα, η οποία κάτω από συνοπτικές διαδικασίες θα γίνει γυναίκα του για το διάστημα της παραμονής του στο νησί.
…η καινοτομία της καλλιτεχνικής σκέψης και ο πειραματισμός στη δημιουργική έκφραση απουσιάζουν εντελώς από την αφήγηση.
Το βασικό πρόβλημα της ταινίας του Ντελίκ δεν μοιάζει να αφορά τις τεράστιες αποκλίσεις της από την ιστορική αποτύπωση της πραγματικής προσωπικότητας του ζωγράφου. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η Ταϊτινή γυναίκα του καλλιτέχνη ήταν δεκατριών χρονών όταν την παντρεύτηκε, ότι ο ίδιος δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ του μονογαμικός, όπως και ότι ο θάνατός του προήλθε τελικά από σύφιλη. Η αδυναμία της, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι η καινοτομία της καλλιτεχνικής σκέψης και ο πειραματισμός στη δημιουργική έκφραση απουσιάζουν εντελώς από την αφήγηση. Εκτός αυτού, η ανάγκη απαγκίστρωσης από τις νόρμες και τις συμβάσεις της καθημερινής ζωής και η πλήρης βύθιση σε έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, που χαρακτήρισαν και ενέπνευσαν τον ζωγράφο, αντιμετωπίζονται από τους τέσσερις διαφορετικούς σεναριογράφους ως αναποτελεσματικές παρορμήσεις, αφού η πραγματικότητα είναι πάντα εκεί για να μετατρέψει τον παράδεισο σε κόλαση και το ειδυλλιακό όνειρο σε σκληρό εφιάλτη. Το δε ερωτικό τρίγωνο που κάνει την εμφάνισή του κάπου στα μέσα της πλοκής περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά προσφέρει συνοχή στην ιστορία, ενώ η απήχηση της γαλλικής αποικιοκρατίας και του χριστιανικού προσηλυτισμού στον πληθυσμό (και κατά συνέπεια στο έργο του καλλιτέχνη) κάνουν εδώ και εκεί την εμφάνιση τους, δίχως να λαμβάνουν τη βαρύτητα που τους αρμόζει.
Αυτό που μένει να κρατά τα πολλά θραύσματα του φιλμ δεμένα μεταξύ τους είναι η χαρισματική περφόρμανς του Κασέλ, με το γεμάτο απόγνωση αλλά και λαχτάρα βλέμμα του να γίνεται ένα με τον γκριζογάλανο αρχιπέλαγος που περιβάλλει τα μικρά νησάκια τα οποία έμελλαν να γίνουν πασίγνωστα μέσω των πινάκων του επιδραστικού Γάλλου ζωγράφου. Μαζί με το φινάλε -που αποδίδει πολύ καλύτερα σχεδόν απ’ οτιδήποτε έχει προηγηθεί- όπως βέβαια και την εντυπωσιακά λυρική μουσική επένδυση του Γουόρεν Έλις, μόνιμου συνεργάτη του Νικ Κέιβ (ο οποίος υπογράφει και δυο συνθέσεις στο σάουντρακ), αποτελούν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει αυτό το κατά τα άλλα μονοδιάστατο δημιούργημα. Ματιές σε ένα καλλιτεχνικό μεγαλείο, μέσα από ένα άστοχο και ανεπιτυχές κινηματογραφικό πρίσμα.