Pride

Το 1984 ξέσπασε στη Νότια Ουαλία, η απεργία των ανθρακωρύχων ενάντια στα σκληρά μέτρα που είχε λάβει εναντίον τους η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Μια ομάδα Λονδρέζων ακτιβιστών που απαρτίζεται από ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες προσπάθησε τότε να συγκεντρώσει χρήματα για να υποστηρίξει τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους.

Elle 22 Ιουλ. 15
Pride

Η αλληλεγγύη είναι ίσως το μοναδικό (και δυνατότερο) όπλο στον αγώνα των πολλών αλλά αδύναμων, ενάντια στους λίγους αλλά ισχυρούς. Σε μία εποχή στην οποία αυτού του είδους οι άδολες εκδηλώσεις αφενός σπανίζουν και αφετέρου γίνονται πιο επίκαιρες από ποτέ, δεν μπορείς παρά να είσαι διατεθειμένος να αγκαλιάσεις κάθε δημιουργία αφορά γεγονότα κοινωνικής ανισότητας, αγώνες για δικαιοσύνη και οδυνηρές αλλά μεγαλοπρεπείς αντιδράσεις απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής κατεστημένο. Η κινητήρια δύναμη του συγκεκριμένου εγχειρήματος (παρότι αυτο διαδραματίζεται σε άλλες εποχές) παραμένει θλιβερά καίρια, γι αυτο και ίσως αποδεικνύεται τόσο εύστοχη και αποδοτική. Αναμιγνύοντας σκληρά γεγονότα με μικρές αλλά συγκλονιστικές νότες δραματοποίησης, το φιλμ μιλά όσο πιο απλά και κατανοητά γίνεται για τη δύναμη που καλούνται να αντλήσουν ανόμοιες ομάδες ώστε να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο. Χωρίς να χάνει το χρόνο του, ή να αργεί να βρει το βήμα του, το «Pride» σε κερδίζει σχεδόν από την πρώτη του σκηνή.

Ο κατά κύριο λόγο θεατρικός σκηνοθέτης Μάθιου Γουόρχος κατορθώνει να δημιουργήσει ένα φιλμ το οποίο είναι διασκεδαστικό χωρίς όμως να ευτελίζει τα σοβαρότατα θέματα που πραγματεύεται. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα -και με την ουσιαστική συμβολή του επίσης θεατρικού Στήβεν Μπέρεσφορντ στο σενάριο- μας μεταφέρει στα χρόνια της αμείλικτης θατσερικής κυβέρνησης και στις μεγαλύτερες ίσως απεργιακές κινητοποιήσεις που γνώρισε ποτέ η Μεγάλη Βρετανία. Κινηματογραφώντας νοσταλγικά μια εποχή στην οποία το να παίζεις δυνατά ντίσκο μουσική θεωρούνταν ξεκάθαρα πολιτική πράξη, μιλά για την ιστορία μιας απίθανης ένωσης δυο εντελώς διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που διασύρονται κάτω από την ακραία συντηρητική πολιτική της Αγγλίας της δεκαετίας του ογδόντα. Η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο (ο επονομαζόμενος και “εμφύλιος χωρίς όπλα”) ζητά τη στήριξη όλων των κοινωνικών στρωμάτων και τελικά την βρίσκει εκεί που δεν το περιμένει. Μια ομάδα γκέι Λονδρέζων ακτιβιστών ιδρύει τον σύλλογο αλληλεγγύης με τον ευφάνταστο τίτλο «Οι γκέι και οι λέσβιες υποστηρίζουν τους ανθρακωρύχους», με σκοπό να συνεισφέρουν οικονομικά και ηθικά στον αγώνα τους. Το πρόβλημα είναι ότι το μικρό χωριό της Ουαλίας που τελικά αποδέχεται τη στήριξη, αντιμετωπίζει τους γκέι και τους χορτοφάγους με την ίδια καχυποψία. Ανάμεσα στις αμήχανες στιγμές, τις σκηνές ομοφοβικής βιας, την ακραία σκληρότητα και τη δαιμονοποίηση αυτών που μάχονται για τα δικαιώματά τους, φτάνεις ολοκάθαρα σε ένα σημείο στο οποίο το φιλμ σου ζητά να διαλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.

Ο σκηνοθέτης δείχνει να απολαμβάνει τα οπτικά κοντράστ και τις αντιπαραθέσεις που κατασκευάζει, καθώς η επιτηδευμένη εκκεντρικότητα της μαχόμενης γκέι κοινότητας συναντά τους χοντροκομμένους και απλοϊκούς εργάτες της βρετανικής επαρχίας. Το μεγαλύτερο μέρος της κωμικότητας βασίζεται κυρίως στην παρεξήγηση ανάμεσα στις δύο τόσο διαφορετικές ομάδες, αλλά και στη γοητεία που ασκεί η μία στην άλλη. Το νήμα της αφήγησης διατηρείται μέσα από την παράλληλη ιστορία του νεαρού Τζο (Τζορτζ ΜακΚέι) ο οποίος από σχεδόν κατά λάθος μέλος της γκέι οργάνωσης, μετατρέπεται σταδιακά σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα περήφανη γι αυτό που είναι, για αυτό που πιστεύει. Το γεγονός και μόνο ότι το πρώτο του φιλί αντιστοιχεί στην κορύφωση ενός εμπνευστικού λόγου για την αλληλεγγύη και την δύναμη των καταπιεσμένων, αποδεικνύει ολοκάθαρα ότι πολιτική και προσωπική στάση ζωής πηγαίνουν χέρι-χέρι από την αρχή ως το τέλος της διαδρομής.

Μέσα από ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, το φιλμ μοιάζει να ισορροπεί το σύνολο χωρίς να καταχράται καμίας ερμηνείας, αλλά και δίχως να αφήνει παραπονεμένο κανέναν. Παρότι δίνει όλες τις δυνατές ατάκες στα στόματα των δυναμικών και αλύγιστων γυναικών των μεταλλωρύχων (με την υπέροχη Ιμέλντα Στόντον να δίνει ρυθμό σχεδόν από μόνη της), μπορείς εύκολα να σταθείς στις στιβαρές ανδρικές ερμηνείες, όπως αυτή του Πάντι Κόνσινταϊν (ο σκηνοθέτης του σοκαριστικού «Τυραννόσαυρου» γεμάτος ισορροπημένο συναίσθημα) ή του Ντόμινικ Γουέστ (αξέχαστου πρωταγωνιστή της τηλεοπτικής σειράς «The Wire»). Αυτός όμως που κλέβει την παράσταση -και ταυτόχρονα αποτελεί την βασική δραματική εκτόνωση του φιλμ- είναι ο Μπιλ Νάι, ο οποίος στο ρόλο ενός ηλικιωμένου εργάτη χαρίζει την συγκλονιστικότερη, μέσα στην απλότητά της, φράση της ταινίας. Όταν κάποια στιγμή ρωτάται αν βρήκε έστω και λίγο περίεργη αυτήν την εγκάρδια στήριξη, απαντά αφοπλιστικά: “Για ποιον λόγο θα έπρεπε κάνεις να το βρίσκει περίεργο;”

Συνοψίζοντας, το «Pride» (έχοντας κερδίσει τρία από τα φετινά βρετανικά βραβεία ανεξάρτητου κινηματογράφου) είναι μια ταινία που γεννά το συναίσθημα που υπόσχεται ο τίτλος της. Ένα ακαταμάχητο φιλμ, περήφανο γι αυτό που παλεύει και για αυτό που τελικώς κατακτά. Κατορθώνει -αντιμετωπίζοντας κοινωνικά αδιέξοδα με μια feel-good διάθεση- να χρησιμοποιήσει τον χλευασμό, μετατρέποντάς τον σε σύμβολο, στρέφοντάς τον εναντίον όλων αυτών που κάποτε μιλούσαν για έναν «ανθρώπινο βόθρο» και ταυτόχρονα ενδυναμώνοντας οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να δώσει τις μικρές ή μεγάλες του μάχες. Την ώρα που οι γυναίκες στις κοιλάδες της Ουαλίας τραγουδούν το «Bread and Roses» αφήνοντας ελάχιστα μάτια χωρίς δάκρυα, φτάνεις στο συμπέρασμα ότι αυτό το γλυκόπικρο και άκρως επιδραστικό φιλμ, παρά τους μικρούς μελό εκτροχιασμούς του, καταφέρνει να κερδίσει επάξια το χειροκρότημα. Δεν πρόκειται μόνο για μια ιστορία συμμαχιών που ξεπηδούν μέσα από οποιαδήποτε ταξική πάλη. Πρόκειται για μια ανατριχιαστική γιορτή της αξιοπρέπειας, της ανοχής και της συγκατάβασης, που στέκεται περνώντας θέση απέναντι σε κάθε μορφής διάκριση και προκατάληψη.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT