Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς Δεν Ήξερε να Κλαίει

Σινεμά ρέμπελης γιορτής, χαλαρής οργάνωσης και χαρμόσυνων προθέσεων, η επιστροφή του Γιώργου Πανουσόπουλου δεν είναι αντάξια των καλύτερων στιγμών του, είναι όμως ένας παιχνιδιάρης παιάνας στην φωτεινή όψη των πραγμάτων που έχουμε σχεδόν ξεχάσει.

Elle 19 Σεπ. 18
Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς Δεν Ήξερε να Κλαίει

Η Χώρα που Κανείς Δεν Ήξερε να Κλαίει είναι αυτή η ερωτική επιστολή στην Ελλάδα του Γιώργου Πανουσόπουλου, έναν τόπο ηλιόλουστο, παιγνιώδη, λίγο αντάρτικο, λίγο πολυμήχανο, πάντα ερωτικό και, αναπόφευκτα, διονυσιακά ελευθεριάζοντα στην σταθερή επιλογή της ζωής απέναντι στα γραφειοκρατικά μετρήσιμα και «επουσιώδη».

Στο φανταστικό Αρμενάκι (στην πραγματικότητα, η Ικαρία) καταφθάνουν μια Ελληνίδα οικονομολόγος κι ένας Γάλλος ευρωβουλευτής με σκοπό να μελετήσουν την αιγαιοπελαγίτικη οικονομική κατάσταση. Σύντομα αντιλαμβάνονται πως το νησί έχει δικούς του κανόνες, λειτουργώντας σ’ ένα καθεστώς ασυνήθιστης αυτάρκειας και δικών του απαντήσεων σε παγκοσμιοποιημένα ερωτήματα οικονομικής διαχείρισης, επικοινωνίας κι ευρωστίας. Στο Αρμενάκι δεν έχει αυτοκίνητα, δεν έχει καλά-καλά δρόμους, δεν έχει τράπεζες, χρήματα και οι κάτοικοί του ζουν σε μια δική τους, ανταλλακτική ραστώνη αιώνιου θέρους κι αλλιώτικης αποτίμησης της έννοιας της ζωής.

Είναι σαφές πως ο Πανουσόπουλος απαντά στην προβληματική μιας Ελλάδας σε κρίση, αντιτείνοντας έναν μην διαπραγματεύσιμο ανθρωποκεντρισμό, μια κατακτημένη κατάσταση φυσικής και ανθρώπινης ισορροπίας. Σαφές επίσης είναι πως η ποιητική άδεια παρέχει πάντα την δυνατότητα εφεύρεσης της Ουτοπίας που, όπως λέει κι ένας χαρακτήρας σε κάποια στιγμή του έργου προφανώς «δεν υπάρχει», ωστόσο όμως, σκέφτεσαι κι εσύ, ο μεγαλύτερος αντίπαλος της στυγνής λογικής οφείλει να είναι η ανυποχώρητη ευαισθησία και η αλληλέγγυη στάση ανθρώπου σε άνθρωπο.

Σε επίπεδο προθέσεων λοιπόν η Χώρα του Πανουσόπουλου είναι ένας επίγειος Παράδεισος, δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον να μπαίνει στην διαδικασία πραγματολογικής κατεδάφισης των τεκταινομένων. Η αλήθεια είναι βέβαια πως με προθέσεις δεν κατακτάται κάποιο καλλιτεχνικό ζενίθ, χρειάζεται και μια σειρά συνθηκών. Το σενάριο μοιάζει υπερβολικά αποτεθειμένο στο εύρημά του, αργώντας να επικεντρωθεί, οι χαρακτήρες, ενώ επιχειρείται να τους δοθεί μια πιο ανάγλυφη αίσθηση, δεν έχουν τα υλικά (και την ερμηνευτική/διαλογική υποστήριξη) πλην του πρωταγωνιστικού ζεύγους (Πανουσοπούλου/Χατζιδάκης) και το φινάλε «χαλάει» την διασκεδαστική ονειροπαρσία (που είμαι σίγουρος και ο Πανουσόπουλος στοχεύει) του όλου εγχειρήματος με μια διάθεση, πικρού, αναπότρεπτου επιλόγου.

Η γοητεία του φιλμ πια μεταφέρεται στα ενσταντανέ (πιθανόν αυτός ήταν και ο στόχος εξαρχής) και βρίσκει απόγειο σε μια θαυμάσια σκηνή, αυτή της πανσελήνου με τον χορό στη φωτιά, στην οποία είναι ολοφάνερο πως ο Πανουσόπουλος βρίσκεται στο στοιχείο του, χαρίζοντάς της έναν ιμερικό αέρα που ξεφεύγει και από τον χαρακτηριστικό του διονυσιασμό φτάνοντας σε μια χαρά σχεδόν παγανιστική που ελευθερώνει πραγματικά το έργο στην ατμόσφαιρα που, υποθέτω, θα ήθελε συνολικά να την διαπνέει.

 

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT