Σημαδεμένες Καρδιές

Μην εγκαταλείποντας πλήρως το πολιτικό πλαίσιο, όπως και τον ιστορικό αντικατοπτρισμό σημαντικών γεγονότων που διαρκώς εξελίσσονται στο υπόβαθρο, αλλά εστιάζοντας κυρίως στις αμφιθυμικές του αντιθέσεις και τη μαεστρική σκηνοθετική του κατασκευή, το βραβευμένο στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο φιλμ του Ράντου Ζούντε αποδεικνύεται τελικά τόσο ικανοποιητικό και ενδιαφέρον, όσο ξένο και μακροσκελές .

Elle 02 Νοε. 17
Σημαδεμένες Καρδιές

Επιλέγοντας για μια ακόμη φορά να αφήσει στην άκρη τα σύγχρονα κοινωνικά δράματα που χαρακτηρίζουν την πολυβραβευμένη τα τελευταία χρόνια φιλμογραφία της χώρας του, ο ταλαντούχος δημιουργός Ράντου Ζούντε αναλαμβάνει να διασκευάσει το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του ομοεθνή του -και ενός από τους σημαντικότερους Ρουμάνους διανοητές του μεσοπολέμου- Μαξ Μπλέτσερ, τοποθετώντας το φιλμ στα τέλη της δεκαετίας του 30’, σε ένα σανατόριο στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας (και όχι της Βόρειας Γαλλίας, όπως αναφέρεται στο βιβλίο).

Σε αυτό το, αφιλόξενο αρχικά, τελευταίο οχυρό της ιατρικής -κυρίως απαλυντικής- αντιμετώπισης ανίατων ασθενειών, εισάγεται ο Μανουέλ, ένας καλλιεργημένος εικοσάρης που πάσχει από τη νόσο του Ποτ (οστική φυματίωση), με σκοπό να νοσηλευτεί για άγνωστο χρονικό διάστημα. Παρά τις βίαιες θεραπευτικές πρακτικές της εποχής που περιλαμβάνουν γύψο σε ολόκληρο το θώρακα και επώδυνες ενέσεις στην σπονδυλική στήλη, ο ιδιαίτερα συμπαθής και βαθιά προβληματισμένος χαρακτήρας θα ανακαλύψει σιγά σιγά πως η ζωή μπορεί να συνεχιστεί και μέσα στο ίδρυμα, προσδίδοντας στην πορεία προς το αναπόφευκτο έναν ιδιοσυγκρασιακό (σε στιγμές, ίσως και αμήχανα χιουμοριστικό) ρυθμό και τόνο, πολύ διαφορετικό από αυτόν που βρίσκει την Ευρώπη της εποχής στο κατώφλι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η στατική κινηματογράφηση που φαίνεται να γοητεύει τόσο πολύ τον Ζούντε, είναι και αυτή που τελικώς γεννά τα πιο ουσιώδη προβλήματα του δημιουργήματός του…

Ο σκηνοθέτης του βραβευμένου στο Βερολίνο μινιμαλιστικού βαλκανικού γουέστερν «Αφερίμ», μοιάζει να διατηρεί και εδώ τον γνωστό πια κινηματογραφικό του πεσιμισμό (μαζί με τους αρκετά γνώριμους στο ελληνικό κοινό γλωσσικούς επιτονισμούς και ιδιώματα της χώρας του), υιοθετώντας ωστόσο μια εντελώς διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση, βασισμένη κυρίως σε σταθερά καδραρίσματα που απλά αφήνουν τη δράση να περνά από μπροστά τους.

Πλήρως απορροφημένος από αυτή την οπτική σύλληψη κινηματογραφημένη σε φιλμ 35 χιλιοστών και σχεδόν τετράγωνη αναλογία διαστάσεων εικόνας, ο Ζούντε παίρνει την απόφαση να εξετάσει λιγότερο τον εσωτερικό κόσμο του ήρωά του και περισσότερο το απομονωμένο άσυλο ανιάτων, (με τα φιλμικά ταμπλό να γεννούν αβίαστα αναφορές σε διάσημους πίνακες αυστηρού ζωγραφικού ύφους) το οποίο σταδιακά μετατρέπεται από έναν ψυχρό και μοιρολατρικό τόπο βασανιστηρίων σε περιβάλλον κοινωνικής συναναστροφής και οικείας καθημερινότητας. Τα γοητευτικά και χρωματισμένα με μεγάλη οξύτητα ακίνητα πλάνα των καθηλωμένων αρρώστων του σανατόριου παρεμβάλλουν μεσότιτλοι με αυτούσιες φράσεις του έργου του Μπλέτσερ, (του «Ρουμάνου Κάφκα» όπως τον αποκάλεσε ο Ευγένιος Ιονέσκο) που μοιάζουν να περιγράφουν σχεδόν αμερόληπτα και αποστασιοποιημένα τους δυσθυμικούς και απογοητευμένους χαρακτήρες του φιλμ, παγιδευμένους τόσο στο προσωπικό σωματικό τους δράμα, όσο και σε μια απαθή κοινωνία που πρόκειται να αλλάξει ριζικά και αμετάκλητα.

Η στατική κινηματογράφηση που φαίνεται να γοητεύει τόσο πολύ τον Ζούντε, είναι και αυτή που τελικώς γεννά τα πιο ουσιώδη προβλήματα του δημιουργήματός του, αφού η επεισοδική δομή στερεί το φιλμ από αφηγηματική ώθηση, κάνοντας τα 141 λεπτά της διάρκειάς του να βαραίνουν λίγο περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε. Επιπλέον, αν και για κανένα λόγο δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις αδιάφορο, η ίση απόσταση ανάμεσα σε χαρακτήρες και θεατή την οποία η σκηνοθεσία καταφέρνει να διατηρήσει από την αρχή έως το φινάλε, καθιστά σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε συναισθηματική σύνδεση, αφενός με τα ιστορικο-πολιτικά γεγονότα που με οξυδέρκεια διαδραματίζονται στις παρυφές της πλοκής (αναδεικνύοντας εύστοχα την μπερδεμένη ευρωπαϊκή ταυτότητα της εποχής) και αφετέρου με τον κεντρικό χαρακτήρα που φτάνει να μοιάζει περισσότερο με διάφανο λογοτεχνικό ήρωα, παρά με έναν ανήσυχο ποιητή (ο Λουσιάν Ρους σε ένα αποδοτικότατο ντεμπούτο) που βιώνει την τραγικότητα που του επιφυλάσσει η μοίρα. Μετά από αυτό, οι βαθιές φιλοσοφικές συζητήσεις και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μετατρέπονται ως επί το πλείστον σε λεκτικούς πλατειασμούς χωρίς ιδιαίτερο νόημα, αφού παραμένουν αποσπασματικοί και τελικά χάνονται μέσα στις πανέμορφες αλλά απαθείς κινηματογραφικές συνθέσεις.

Συμπερασματικά, ο Ζούντε αναλαμβάνει για ακόμη μια φορά (πιο έμμεσα, ωστόσο) να αναμετρηθεί με την ιστορία, απεικονίζοντας εκ νέου αυτούς που είναι μοιραίο να υποφέρουν μέσω μιας «ανεπαίσθητης πραγματικότητας των ημερών που περνούν». Παρεκκλίνοντας εύστοχα σε έναν κινηματογραφικό κόσμο γεμάτο ανομοιογενείς αποχρώσεις, αποσπασματικά γεγονότα και αντιφατικά συναισθήματα -τα οποία δυστυχώς αδυνατεί να μεταβιβάσει- μελετά με θαυμασμό τη δουλειά ενός από τους λογοτεχνικούς ήρωες της χώρας του, καθώς το παρόν και το παρελθόν της ταινίας του (τα βουβά, ληκτικά πλάνα είναι κάτι παραπάνω από υποδηλωτικά) μοιάζουν σταδιακά και αναπόφευκτα να παραδίνονται στη συγκλονιστική ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT