Στη Μινεσότα του 1990, ο ντετέκτιβ Μπρους Κένερ (Ίθαν Χοκ) προσπαθεί να διαλευκάνει την υπόθεση της νεαρής Άντζελα (Έμα Γουάτσον), η οποία κατηγορεί τον πατέρα της, Τζον Γκρέι, για ένα φρικτό έγκλημα. Ο τελευταίος ομολογεί, παρότι επιμένει πως δεν έχει καμία σχετική ανάμνηση. Έτσι, στο έργο του Κένερ επιχειρεί να συμβάλει κι ένας ψυχολόγος, προκειμένου να βοηθηθεί ο Γκρέι να ανακτήσει τις χαμένες του μνήμες. Όμως το μυστικό που ξεπηδά από αυτές μοιάζει τρομερό, ξεπερνώντας κατά πολύ τα στεγανά της υπόθεσης.
Εμπνευσμένο από γεγονότα που συντάραξαν τις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’80, γύρω από ανεπιβεβαίωτα ως και σήμερα κατά συρροή εγκλήματα που φέρονται να διέπρατταν σατανιστικές αιρέσεις στο πλαίσιο τελετών μαύρης μαγείας, το νέο, αγγλόφωνο φιλμ του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ («Agora», «Οι Άλλοι», «Άνοιξε τα Μάτια») σηματοδοτεί μία διακριτική στροφή, τόσο από άποψη είδους όσο και ύφους, στα σκηνοθετικά του ξεκινήματα του γεννημένου στη Χιλή και μεγαλωμένου στην Ισπανία δημιουργού (βλ. το περίφημο «Thesis»). Η «Σκοτεινή Ανάμνηση» εκκινεί από το φιλμ ντετεκτιβικού μυστηρίου και εξελίσσεται προοδευτικά σε μία σκληρή υπαρξιακή δοκιμασία του Κένερ, του κεντρικού ήρωα, μπροστά στο αίνιγμα που ζητά βασανιστικά διαλεύκανση, πριν βρει την πλήρωσή της στην θέση πως χειρότερο και από το ίδιο το κακό που υπάρχει γύρω μας, είναι η ενδυναμωτική για το ίδιο πίστη προς αυτό.
Το point της ταινίας γύρω από την όξυνση συλλογικών φόβων και τη μαζική υστερία, αλλά και μέρος των ερωτημάτων δευτέρου επιπέδου που εγείρει μέχρι να φτάσει σε αυτό, είναι καλοδεχούμενα. Με τη διαφορά πως εδώ ο Αμενάμπαρ ξοδεύει μεγάλο μέρος του φιλμικού χρόνου αποτυγχάνοντας να πείσει πρωτίστως ως προς το μέγεθος της απειλής που ακούει στο όνομα «Σατανική Τελετουργική Κακοποίηση», γεγονός που πιθανόν να οδηγήσει τον θεατή της «Σκοτεινή Ανάμνηση» στην παράδοξη κατάσταση να συνηγορεί ως προς το πνεύμα της ταινίας, την ώρα που να προσπαθεί να εντοπίσει τι δεν πάει καλά με την κατασκευή της. Ένα πρόβλημα δομικό, το οποίο εκτείνεται από την αχρείαστη επαναληπτικότητα ορισμένων σκηνών και την τάση οι ήρωες να περιγράφουν τα συναισθήματά τους, έως την ατυχή έμπνευση να αποφορτίζεται η ένταση μέσα από σκηνές αφοπλιστικά κωμικές, οι οποίες μοιάζουν εντελώς παράταιρες με το συνολικό ύφος της ταινίας.